Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Τα λουτρά οξέως του John George Haigh (video)

Εισαγωγή
Τον Μάρτιο του 1949, πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της Αγγλίας αποτελεί η υπόθεση του John George Haigh. Τα ρεπορτάζ μιλούν για ένα απάνθρωπο κτήνος που δολοφονούσε αθώους επί σειρά ετών, με σκοπό το κέρδος. Σύμφωνα με την ομολογία του, διέλυε τα σώματα των θυμάτων του σε οξύ, αφού προηγουμένως τα δολοφονούσε. Παρόλο που οι εφημερίδες, προς ικανοποίηση του αδηφάγου κοινού, αναφέρθηκαν με ιδιαίτερες λεπτομέρειες στο μακάβριο έργο του, η πραγματικότητα είναι ότι επρόκειτο για έναν έξυπνο εγκληματία ο οποίος, προκειμένου να αποφύγει τη θανατική ποινή, προσπάθησε να πείσει το δικαστήριο ότι ήταν παράφρων.


Έτσι, την 1η Απριλίου του 1949, η αίθουσα του Δικαστικού Μεγάρου Horsham ήταν κατάμεστη από δημοσιογράφους και κοινό, που έσπευσαν να παρακολουθήσουν την προκαταρκτική εξέταση του John George Haigh. Η ενοχή του ήταν αδιαμφισβήτητη καθώς 33 μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν εναντίον του, αλλά και ο ίδιος είχε ομολογήσει. Στη δίκη που θα ακολουθούσε τέσσερις μήνες αργότερα στο Lewes Assizes, το μοναδικό ερώτημα θα ήταν κατά πόσον ήταν παράφρων ή όχι.


Παιδική ηλικία
Γεννήθηκε στο Stamford του Lincolnshire της Αγγλίας στις 24 Ιουλίου του 1909. Μοναχοπαίδι του John και της Emily Haigh, ήταν ένα μάλλον μοναχικό και ήσυχο παιδί. Οι γονείς του ήταν δραστήρια μέλη της Αδελφότητας του Plymouth, μιας ιδιαίτερα αυστηρής και σκληροπυρηνικής σέχτας, που επιθυμούσε να κρατήσει τους νεαρούς βλαστούς των μελών της μακριά από την επιρροή και τους πειρασμούς του «έξω κόσμου». Για την αδελφότητα, οποιοσδήποτε τρόπος καθημερινής ψυχαγωγίας ήταν αμαρτωλός και κολάσιμος. Ο κινηματογράφος, τα πανηγύρια, οι συναυλίες, ακόμα και η ανάγνωση περιοδικών και εφημερίδων απαγορεύονταν στα μέλη της και –κατά συνέπεια- στα παιδιά τους.
Ο John George Haigh σε ηλικία 10 ετών

Ο μικρός John μεγάλωνε μέσα σε ένα πουριτανικό περιβάλλον. Οι επαφές και τα παιχνίδια με τους συνομηλίκους του ήταν απαγορευμένες, δεν του επιτρεπόταν ούτε η ενασχόληση με κάποιο άθλημα και περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του μόνος του, στον κήπο του πατρικού σπιτιού, ο οποίος περιβαλλόταν από μια πέτρινη μάντρα, ύψους τριών μέτρων, με διττή χρησιμότητα: να κρατά τα περίεργα βλέμματα έξω και τον John μέσα.

Ο Haigh ήταν ένα έξυπνο παιδί, που σπούδαζε με υποτροφίες. Πρώτα στο δημοτικό σχολείο του Wakefield και στη συνέχεια στον καθεδρικό ναό της πόλης, ως μέλος της χορωδίας.

Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, στις τάξεις των σειριακών δολοφόνων, η ανατροφή σε φανατικό και θρησκόληπτο περιβάλλον. Μέσα στις ενοχές, τον τυφλό πουριτανισμό, την υποκρισία και τη στέρηση κάθε χαράς μεγάλωσαν αρκετοί από αυτούς . Η καταπίεση αυτή, κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, δημιούργησε ενήλικες όχι απλά παραβατικούς, αλλά τους οδήγησε σε ακραία και επικίνδυνα μονοπάτια. Στην ίδια σέχτα με τους γονείς του Haigh ανήκαν και εκείνοι του Aleister Crowley, του μεγάλου «μαύρου» μάγου ο οποίος, όπως και ο Haigh, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του καταπατώντας συνειδητά όλους τους κοινωνικούς κανόνες και αναζητώντας αμφίβολες απολαύσεις.
O John George Haigh σε νεαρή ηλικία.

Ενηλικίωση
Ο Haigh ανεξαρτητοποιήθηκε οικονομικά αμέσως μετά το σχολείο. Η πρώτη του δουλειά ήταν σε ένα μηχανουργείο αυτοκινήτων, καθώς είχε πάθος με αυτά. Αφού εργάστηκε εκεί για ένα χρόνο, εγκατέλειψε προκειμένου να ασχοληθεί με τις ασφάλειες και τη διαφήμιση. Σε ηλικία 21 ετών απολύθηκε από τη δουλειά του, επειδή ήταν ύποπτος για υπεξαίρεση και τον επόμενο χρόνο ήταν κατηγορούμενος στη δίκη για το διαζύγιο του οδηγού αγώνων Eddie Hall και της συζύγου του Evelyn. Ο Hall υποστήριζε ότι ο Haigh ήταν εραστής της γυναίκας του. Τα επόμενα χρόνια απασχολήθηκε ως πωλητής. Είχε ευφράδεια και ήταν πειστικός, του άρεσε να είναι κομψός και καλοντυμένος χωρίς, όμως, να το καταφέρνει πάντα.

Στις 6 Ιουλίου του 1934 παντρεύτηκε την κατά τέσσερα χρόνια νεότερή του Beatrice Hammer. Ο γάμος δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ, μια και τον Νοέμβριο του ιδίου έτους ο Haigh καταδικάστηκε για απάτη και φυλακίστηκε. Η Beatrice ήδη κυοφορούσε το παιδί τους. Όταν αυτό γεννήθηκε, και ενώ ο Haigh ήταν στη φυλακή, το έδωσε για υιοθεσία και εγκατέλειψε τον άνδρα της.

Μετά την αποφυλάκισή του ο Haigh εξακολούθησε τις παράνομες δραστηριότητες, κατορθώνοντας να διαφεύγει του νόμου, τουλάχιστον για τα δύο πρώτα χρόνια. Το 1936 τον βρίσκει στο Λονδίνο, να εργάζεται ως οδηγός και γραμματέας του William McSwan, ενός ευκατάστατου ιδιοκτήτη λούνα παρκ. Οι σχέσεις του με το αφεντικό του είναι καλές, όμως ο Haigh εγκαταλείπει τη δουλειά αυτή για να δοκιμάσει την τύχη του με άλλη μια απάτη: προσποιείται τον δικηγόρο, εξαπατώντας υποψήφιους πελάτες, όμως το 1937 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε τετραετή φυλάκιση για απάτη.

Το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τον βρίσκει στην φυλακή. Η αγγλική κυβέρνηση, καθώς χρειαζόταν όλους τους διαθέσιμους άντρες για τον πόλεμο, αποφασίζει να χαρίσει το υπόλοιπο των ποινών σε άνδρες που είχαν καταδικαστεί για μη βίαια εγκλήματα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Haigh, που αποφυλακίζεται το 1940, πριν εκτίσει ολόκληρη την ποινή του. Όμως, τα τρία χρόνια που πέρασε στην φυλακή δεν στάθηκαν ικανά να τον σωφρονίσουν. Μάλιστα, ήταν ακριβώς κατά τη διάρκεια αυτού του εγκλεισμού που ο Haigh συνέλαβε την ιδέα απαλλαγής ενός πτώματος με την εμβάπτισή του σε θειικό οξύ. Πειραματίστηκε με ποντίκια και ανακάλυψε ότι χρειάζονταν μόνο 30 λεπτά για να διαλυθεί το σώμα τους.

Ο Haigh εξακολουθεί να κερδίζει τη ζωή του με διάφορες απάτες, οι οποίες καταφέρνουν να του εξασφαλίσουν ένα σταθερό εισόδημα έτσι ώστε, το 1943, να κατορθώσει να μετοικήσει σε μιαν αξιοσέβαστη γειτονιά στο South Kensington του Λονδίνου, στο ξενοδοχείο Onslow Court, όπου καταλύει στο δωμάτιο 404. Οι άλλοι πελάτες του ξενοδοχείου ήταν αξιοσέβαστοι, ευκατάστατοι επιχειρηματίες και υψηλοσυνταξιούχοι. Θεωρούσαν τον Haigh όμοιό τους, όμως ελάχιστοι τον συναναστρέφονταν, επειδή τον έβρισκαν υπέρ το δέον επιδεικτικό και αγελαίο, ώστε να ταιριάζει στον αριστοκρατικό κοινωνικό τους περίγυρο.
Onslow Court Hotel

Λουτρά οξέως
Το 1944 ο Haigh εργάζεται σαν λογιστής σε μια κατασκευαστική εταιρεία και έχει νοικιάσει ένα μικρό, υπόγειο εργαστήριο στον αριθμό 79 της Gloucester Road, στο Kensington, ώστε να έχει έναν χώρο για να επιδίδεται στα αγαπημένα του «πειράματα» με το θειικό οξύ. Ένα βράδυ, στην Goat Pub, , συναντά τον παλιό του εργοδότη William McSwan, ο οποίος τον συστήνει στους γονείς του, William-Donald και Amy. Ευκατάστατοι και οι πρεσβύτεροι McSwan, λένε στον Haigh ότι έχουν επενδύσει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας τους σε ακίνητα. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1944 ο William McSwan εξαφανίζεται. Ο Haigh τον έχει παρασύρει με κάποια δικαιολογία στο υπόγειο της οδού Gloucester. Αφού τον σκοτώσει με ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, ξεφορτώνεται το σώμα βάζοντάς το σε ένα βαρέλι 40 γαλονιών, το οποίο γεμίζει με συμπυκνωμένο θειικό οξύ. Όταν, μετά από δύο ημέρες, η σάρκα και τα οστά του William έχουν μετατραπεί σε λάσπη, ο Haigh τη διασκορπά στο χώμα, σ’ ένα άδειο οικόπεδο, πίσω από το κτήριο της οδού Gloucester.

Στους γονείς του William είπε ότι ο γιος τους διέφυγε στη Σκωτία, προκειμένου να αποφύγει την κλήτευση στον στρατό. Δεν ήταν κάτι δύσκολο να πιστέψουν, καθώς αρκετοί έκαναν το ίδιο, προκειμένου να αποφύγουν να βρεθούν στο μέτωπο. Όσο για τον Haigh, έβαλε χέρι στις καταθέσεις του θύματός του, πλαστογραφώντας την υπογραφή του. Επιπλέον εγκαταστάθηκε στο σπίτι του, διατηρώντας παράλληλα και το δωμάτιό του στο ξενοδοχείο Onslow Court, με τη δικαιολογία ότι ο William του ανέθεσε να το φροντίζει, έως ότου εκείνος επιστρέψει από την εκούσια εξορία του, γεγονός για το οποίο το ανυποψίαστο ηλικιωμένο ζευγάρι των γονιών του William, ήταν ευγνώμον.

Ένας χρόνος είχε περάσει, ο πόλεμος είχε σχεδόν τελειώσει και ο William δεν έλεγε να επιστρέψει από την Σκωτία. Οι γονείς του γίνονταν όλο και περισσότερο ανήσυχοι και, συνεπώς, επικίνδυνοι για τον Haigh. Είχε έρθει η ώρα να δράσει ξανά. Στις 2 Ιουλίου του 1945 τους προσκάλεσε στο εργαστήριο με την πρόφαση να τους δείξει κάτι πάνω στο οποίο πειραματιζόταν. Εκεί τους δολοφόνησε αμφότερους και, στη συνέχεια, ξεφορτώθηκε τα πτώματα με τον προσφιλή του τρόπο.

Αφού οικειοποιηθεί όλα τα χρήματα, τις μετοχές και τα ομόλογα του ζεύγους, πλαστογραφεί τους πολυάριθμους τίτλους ιδιοκτησίας της μεγάλης ακίνητης περιουσίας τους στις περιοχές των Raynes Park, Wimbledon Park, Beckenham και Kent, η οποία περνά στην κυριότητά του. Πουλά τα ακίνητα και αποκτά ένα αστρονομικό, για την εποχή, ποσό. Είναι, πλέον, πάμπλουτος, αλλά αυτό δεν του αρκεί. Νομίζει ότι έχει βρει τον τέλειο τρόπο να γίνει ακόμα πλουσιότερος: ένα σύστημα στοιχημάτων, ώστε να προβλέπει τους νικητές των κυνοδρομιών. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει, μέσα σε δύο χρόνια, όλα τα χρήματα των McSwan. Έτσι αποφασίζει να επιστρέψει στη γνωστή του μέθοδο: φόνος, με σκοπό το κέρδος.

Τα «λουτρά» συνεχίζονται
Τα επόμενα θύματά του είναι ο γιατρός Archibald Henderson και η σύζυγός του Rosalie, ευκατάστατοι μεσήλικες συνταξιούχοι οι οποίοι, τον Αύγουστο του 1947, δημοσιεύουν μιαν αγγελία για πώληση μιας κατοικίας ιδιοκτησίας τους, στο Landbroke Grove. Αν και αδέκαρος, ο Haigh παρουσιάζεται ως υποψήφιος αγοραστής και αρχίζει τις διαπραγματεύσεις με τους Henderson, για να τους πληροφορήσει αργότερα ότι κάποιος οφειλέτης του καθυστερεί την πληρωμή, οπότε θα καθυστερήσει και η εκταμίευση, εκ μέρους του, του ποσού για την αγορά του σπιτιού, γεγονός που ο φιλικός Henderson αποδέχεται χωρίς αντίρρηση. Εν τω μεταξύ ο Haigh έχει μεταφέρει όλο τον εξοπλισμό του υπογείου της οδού Gloucester, τα βαρέλια με το συμπυκνωμένο θειικό οξύ δηλαδή, σε ένα άλλο εργαστήριο στο Crawley του West Sussex, στην οδό Leopold.
Ο Dr Archibald Henderson και η σύζυγός του Rose

Στις 12 Φεβρουαρίου του 1948, παρασύρει τον Henderson στο καινούριο εργαστήριο, ισχυριζόμενος ότι θέλει να του δείξει κάποια εφεύρεσή του. Εκεί τον πυροβολεί στο κεφάλι με ένα όπλο που ανήκε στον ίδιο τον Henderson και που ο Haigh είχε, νωρίτερα, κλέψει από το σπίτι του. Το πτώμα του άτυχου γιατρού καταλήγει σε ένα από τα βαρέλια του Haigh, τα γεμάτα με θειικό οξύ. Στη συνέχεια επιστρέφει στο σπίτι των Henderson για τη Rosalie. Της λέει πως ο σύζυγός της αδιαθέτησε ξαφνικά στο εργαστήριο και τη χρειάζεται. Η γυναίκα θα έχει την τύχη του ανδρός της.
Το εξωτερικό του εργαστηρίου στην οδό Leopold.

Το εσωτερικό του εργαστηρίου στην οδό Leopold.

Έχοντας πλαστογραφήσει τους γραφικούς χαρακτήρες των Henderson, o Haigh θα στείλει επιστολές στα μέλη του υπηρετικού τους προσωπικού, σε φίλους και συγγενείς, όπου αναφέρει για λογαριασμό τους ότι μετοίκησαν στην Αυστραλία και πως ο «κύριος Haigh» θα ασχοληθεί με τις υποθέσεις τους. Πράγματι, ασχολήθηκε με αυτές μέχρι δεκάρας: ρευστοποίησε όλη την ακίνητη περιουσία και κινητή περιουσία και σήκωσε τις καταθέσεις τους από την τράπεζα. Το κέρδος του ήταν ακόμα μεγαλύτερο από αυτό που είχε αποκομίσει από τις δολοφονίες των McSwan, αλλά ο χρόνος που χρειάστηκε για να το κατασπαταλήσει στον τζόγο και τα στοιχήματα, μικρότερος: σε έναν, μόλις, χρόνο ο Haigh ήταν εκ νέου άφραγκος.

Το τελευταίο θύμα
Στις αρχές του 1949 το οικονομικό πρόβλημα του Haigh είναι αρκετά οξύ: η τράπεζα τον πληροφορεί ότι τα χρήματά του έχουν εξαντληθεί και ο διευθυντής του ξενοδοχείου Onslow Court αρχίζει να τον πιέζει για τις καθυστερημένες οφειλές. Ο Haigh αντιλαμβάνεται πως ήρθε και πάλι καιρός για δράση. Και τη βρίσκει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου: απέναντί του κάθεται η κυρία Henrietta Helen Olivia Robarts Durant-Deacon, μια πάμπλουτη 69χρονη χήρα, η οποία βρίσκει τον «αγαπητό ιδιοκτήτη γραφείου ενοικιάσεως πολυτελών αυτοκινήτων, κ. Haigh» ιδιαίτερα συμπαθή. Πιστεύοντας ότι λόγω του πλούσιου πελατολογίου του ο Haigh θα μπορέσει να τη βοηθήσει στην εύρεση συνεργατών, του εμπιστεύεται την επιχειρηματική της ιδέα, μια πατέντα για την κατασκευή πλαστικών νυχιών.

Ο Haigh προσποιείται τον ενθουσιασμένο και την προσκαλεί στο εργαστήριό του, προκειμένου να συζητήσουν τη μελλοντική συνεργασία τους ανενόχλητοι και να σχεδιάσουν το επόμενο βήμα τους. Η είσοδος στο εργαστήριο είναι για την Henrietta το τελευταίο βήμα που θα κάνει: ο Haigh την πυροβολεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού και στη συνέχεια τη ρίχνει στο οξύ, αφού προηγουμένως έχει αφαιρέσει από το πτώμα τα ρούχα και τα κοσμήματα. Τη λάσπη, ότι απέμεινε από την άτυχη γυναίκα, την έριξε σε μιαν άκρη, στην πίσω αυλή του εργαστηρίου. Σύμφωνα με την μετέπειτα κατάθεσή του «το να ξεφορτωθώ τη γριά ήταν ιδιαίτερα κουραστικό, κάποια στιγμή σταμάτησα και πήγα να τσιμπήσω κάτι στο γειτονικό εστιατόριο Ye Olde Anciet Prior’s Restaurant. Έφαγα αυγά με φρυγανισμένο ψωμί. Ύστερα επέστρεψα να τακτοποιήσω το εργαστήριο».
Henrietta Helen Olivia Robarts Durant-Deacon

Το κέρδος που του απέφερε η δολοφονία της Henrietta ήταν πολύ μικρό και απείχε κατά πολύ από τις προσδοκίες του. Από την πώληση των κοσμημάτων της και του γούνινου, αστρακάν, παλτού της δεν κέρδισε παρά μερικές εκατοντάδες λίρες που δεν έλυναν το πρόβλημά του. Χρησιμοποίησε, όμως, τα χρήματα για να πληρώσει τον λογαριασμό του στο ξενοδοχείο και να τακτοποιήσει κάποιους άλλους επείγοντες λογαριασμούς. Έψαχνε, ήδη, το επόμενο θύμα του.

Η αλήθεια είναι πως ο Haigh ήταν αρκετά ανήσυχος από το γεγονός ότι είχε αναγκαστεί να δράσει τόσο κοντά στον τόπο κατοικίας του. Προκειμένου να μην τον υποψιαστούν, αποφάσισε να ξεκινήσει πρώτος αυτός τις ερωτήσεις για την τύχη της. Έτσι πλησίασε την κ. Constance Laine, φίλη της Henrietta και επίσης ένοικο του ξενοδοχείου.

«Πού χάθηκε η φίλη σας;», τη ρώτησε. «Μήπως είναι άρρωστη; Γνωρίζετε πού βρίσκεται;». Η απόκριση της Constance τον κεραυνοβόλησε: «Εσείς δεν γνωρίζετε; Μου είχε πει ότι θα πηγαίνατε μαζί στο εργαστήριό σας». Ο Haigh αρνήθηκε το γεγονός, με την αιτιολογία ότι το εργαστήριο δεν ήταν ακόμη τακτοποιημένο για να υποδεχθεί μια κυρία.

Το επόμενο πρωί η Constance του δήλωσέ την πρόθεσή της να καταγγείλει την εξαφάνιση της Henrietta στην αστυνομία και, προκειμένου να ελέγχει την κατάσταση αφενός και να άρει τυχόν υποψίες αφετέρου, προσφέρθηκε να την συνοδέψει στο αστυνομικό τμήμα του Chelsea. Εκεί, ένας από τους αστυνομικούς αναγνώρισε στο πρόσωπο του Haigh τον παλιό απατεώνα και κατάδικο και άρχισε να ψάχνει τον φάκελο του.
Η σύλληψη του Haigh

Η σύλληψη
Το εγκληματικό παρελθόν του Haigh ήρθε στην επιφάνεια και η Αστυνομία τον κάλεσε για ανάκριση στις 28 Φεβρουαρίου του 1949. Στην αρχή, αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμιξη στην εξαφάνιση της Henrietta. Όσο ο Haigh βρισκόταν ανακρινόμενος στο αστυνομικο τμήμα, οι ντετέκτιβς έψαχναν το εργαστήριο και το δωμάτιό του στο ξενοδοχείο.
Μια λίστα για ψώνια του Haigh, στην οποία έχει σημειώσει και πράγματα που χρησιμοποιούσε για την εξαφάνιση των πτωμάτων των θυμάτων του.

Στο εργαστήριο, διάφορα μακάβρια ευρήματα ήταν αρκετά για να αναγνωριστεί η ταυτότητα του θύματος. Επρόκειτο, φυσικά, για την Henrietta. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του σώματός της είχε γίνει μια σκληρή λάσπη που κάλυπτε μιαν άκρη της αυλής του εργαστηρίου, ο ιατροδικαστής απομόμωσε σχεδόν 13 κιλά ανθρωπίνου λίπους, τα μισοδιαβρωμένα οστά ενός ανθρωπίνου ποδιού, την πλαστική τσάντα της Henrietta που δεν είχε διαλυθεί στο οξύ, μια πλαστική θήκη κραγιόν, μια πλήρη οδοντοστοιχία άνω γνάθου και τρεις πέτρες από ανθρώπινο νεφρό. Ένα από τα οστά της λεκάνης είχε διατηρηθεί αδιάβρωτο κατά το μεγαλύτερο μέρος του, και κατέστησε σαφές ότι το θύμα ήταν γυναίκα.

Το ίδιο απρόσεκτος, όπως στο εργαστήριο, ήταν ο Haigh και στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Οι αστυνομικοί βρήκαν ένα ημερολόγιο, στο οποίο ο Haigh είχε κρατήσει σημειώσεις για τα προηγούμενα εγκλήματά του. Επίσης, παντού στο δωμάτιο, βρίσκονταν προσωπικά αντικείμενα των McSwan και των Henderson. Στον χαρτοφύλακά του ανακάλυψαν μιαν απόδειξη καθαριστηρίου, όπου βρήκαν το αστρακάν παλτό της Henrietta, καθώς και πολλά έγγραφα που αφορούσαν στους McSwan και Henderson.

Όταν ο Haigh πληροφορήθηκε από τους αστυνομικούς το αποτέλεσμα της έρευνάς τους στο εργαστήριο και το δωμάτιό του, δήλωσε: «Η κ. Durand-Deacon δεν υπάρχει πια! Τη διέλυστα στο οξύ. Δεν μπορείτε ν’ αποδείξετε φόνο χωρίς πτώμα!». Η αυτοπεποίθηση, αυτή, του Haigh δεν είχε απολύτως καμία βάση. Ο Haigh είχε αντιληφθεί λάθος την λατινική νομική έκφραση Corpus Delicti, θεωρώντας ότι αναφέρεται σε πτώμα, αντί του ορθού «σώματος του εγκλήματος», το έγκλημα δηλαδή, αυτό καθεαυτό. Έτσι, εκτός από τη δολοφονία της Henrietta, ομολόγησε και αυτές των McSwan και των Henderson, αλλά και τρεις επιπλέον: ενός νεαρού που άκουγε στο όνομα Max, ενός κοριτσιού από το Eastbourne και μιας γυναίκας από το Hammersmith. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα καταδικαζόταν ποτέ και το χειρότερο που θα είχε να αντιμετωπίσει ήταν εγκλεισμός στο ψυχιατρείο του Broadmoor. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του, μάλιστα, ρώτησε τον Επιθεωρητή Albert Webb: «Πες μου ειλικρινά, τι πιθανότητες έχει κάποιος να απολυθεί από το Broadmor;»
Έξω από το δικαστήριο

Η δίκη
Μετά τη σύλληψή του ο Haigh κρατήθηκε στο Κελί 2 του αστυνομικού τμήματος του Horsham, στην οδό Barttelot. Κατηγορήθηκε μόνο για τη δολοφονία της Henrietta Durand-Deacon, καθώς δεν υπήρχαν αποδείξεις για τους προηγούμενους φόνους. Γνώριζε ότι αντιμετώπιζε την θανατική ποινή, οπότε ήταν αποφασισμένος να επικαλεστεί παράνοια. Πίστευε ότι θα τον έστελναν στο Broadmor, ένα ψυχιατρείο-φυλακή, απ’ όπου θα μπορούσε, ενδεχομένως, να δραπετεύσει.
Έξω από το δικαστήριο

Έτσι έκανε μακροσκελείς, ανατριχιαστικές καταθέσεις, ισχυριζόμενος ότι η δίψα του για αίμα δεν ήταν μόνο μεταφορική. Ισχυρίστηκε ότι ήπιε τουλάχιστον ένα ποτήρι αίμα από κάθε του θύμα και περιέγραψε, με όλες τις φρικιαστικές λεπτομέρειες, τι ακριβώς έκανε στα θύματά του, αφού τα είχε δολοφονήσει και πριν τα εξαφανίσει με το οξύ.

Οι εφημερίδες της εποχής ανακάλυψαν πεδίον δόξης λαμπρόν, αναμεταδίδοντας για τους αναγνώστες τους τις περιγραφές των δολοφονιών. Η London Daily Mirror, στις 4 Μαρτίου 1949, πληροφόρησε τα 15 εκατομμύρια των αναγνωστών της ότι «… ο δολοφόνος-βαμπίρ δεν θα ξαναχτυπήσει. Βρίσκεται στα χέρια της αστυνομίας, πίσω από ασφαλή κάγκελα, ανίκανος να παρασύρει άλλα θύματα σε φρικτό θάνατο.» Και πάνω από αυτό το πρωτοσέλιδο, υπήρχε ο τίτλος «Βαμπίρ – Ένας άνδρας κρατείται».

Τα βρετανικά δικαστήρια έκριναν το δημοσίευμα απαράδεκτο και πρόστιμο 10.000 λιρών επιβλήθηκε στην εφημερίδα. Επίσης ο διευθυντής της Silvester Bolam, καταδικάστηκε σε τρίμηνη φυλάκιση για περιφρόνηση δικαστηρίου, καθώς είχε αγνοήσει προηγούμενη δικαστική απόφαση που του κοινοποιήθηκε μέσω της Scotland Yard, να μην δημοσιεύσει το παραμικρό για την υπόθεση, πριν από τη δίκη του Haigh. Η ειρωνεία είναι ότι ο Bolam φυλακίστηκε στην ίδια φυλακή όπου ήταν κρατούμενος και ο Haigh, ο οποίος εξακολουθούσε να πείσει για το ότι ήταν ψυχικά ασθενής, πίνοντας τα ούρα του μπροστά στους φύλακες και επιδιδόμενος σε κάθε είδους παράλογη συμπεριφορά. Οι πράξεις του αυτές έπεισαν αρκετούς μεταγενέστερους συγγραφείς, που ειδικεύονταν στο έγκλημα ή στο παράδοξο, για την παραφροσύνη του Haigh, οδηγώντας τους στη συγγραφή απόψεων εντελώς λανθασμένων για την υπόθεση αυτή. Για παράδειγμα, ο Hans Holzer, ένα υποτιθέμενο μέντιουμ το οποίο επικοινωνούσε με το πνεύμα του Elvis Prisley, επανέλαβε τους ιστορίες του Haigh, προσπαθώντας, μάλιστα, να εξηγήσει την πόση των ούρων λέγοντας ότι ο Haigh είχε παρερμηνεύσει ένα εδάφιο της Βίβλου, το οποίο έλεγε ότι οι άνθρωποι πρέπει να πίνουν μόνο από τα δικά τους πηγάδια.
Έξω από το δικαστήριο

H δίκη του Haigh έγινε στις 18 Ιουλίου του 1949, στο Lewes Assizes. Πρόεδρος της έδρας ήταν ο Justice Travers Humphreys και Εισαγγελέας ο Sir Hartley Shawcross KC, ο οποίος ζήτησε πειστικά από τους ενόρκους να απορρίψουν το αίτημα του συνηγόρου Sir David Maxwell Fyfe KC περί αποδεδειγμένης παράνοιας του Haigh. Έτσι κι έγινε: οι ένορκοι χρειάστηκαν μόνο δεκαπέντε λεπτά για να βγάλουν ετυμηγορία, αγνοώντας τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης (μεταξύ αυτών και εκείνη του Dr Henry Yellowless), που υποστήριξαν με θέρμη τα περί ψυχασθένειας του Haigh. Η απόφαση ήταν σαφής: θάνατος.
Η οδός Leopold, όπου βρισκόταν το εργαστήριο του Haigh, σήμερα.

Η εκτέλεση
Περιμένοντας, στο κελί του, την εκτέλεση, ο Haigh έγραψε τα απομνημονεύματά του, σε μια σύντομη αλλά εφιαλτική καταγραφή, περιγράφοντας πώς όλες του οι απολαύσεις ως παιδί, καταστρέφονταν από τους, γεμάτους θρησκευτικό φανατισμό, γονείς του.

Ο πατέρας του, ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα, είχε ένα ατύχημα το οποίο του άφησε ένα μελανό σημάδι στο μέσον του μετώπου του. O Haigh έγραψε τα λόγια που του είχε πει ο πατέρας του, όταν εκείνος ήταν μικρό παιδί: «Αμάρτησα και ο Σατανάς με τιμώρησε. Αν αμαρτήσεις ποτέ, ο Σατανάς θα σε σημαδέψει με το μολύβι του, όπως κι εμένα». Όλα τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας ο Haigh τα πέρασε μέσα στην αγωνία και το άγχος, αγγίζοντας διαρκώς το μέτωπό του και κοιτάζοντας το πρόσωπό του σε καθρέφτες, τρέμοντας μήπως ο Σατανάς του είχε βάλει το μελανό του σημάδι ενώ αυτός κοιμόταν.
Ένας αστυνομικός επιδεικνύει την επίδραση του οξέως στη διάλυση ενός ανθρωπίνου σώματος

Ο Haigh ανέφερε επίσης έναν συχνό εφιάλτη, που το πρωτοπαρουσιάστηκε μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα το 1944, χρονιά που άρχισαν οι φόνοι, στο οποίο τραυματίστηκε και αίμα έτρεχε από το μέτωπό του μέσα στο στόμα του. «Είδα μπροστά μου ένα δάσος από σταυρούς οι οποίοι, σταδιακά, μετατρέπονταν σε δέντρα. Αρχικά μου φάνηκε ότι δροσιά ή βροχή έσταζε από τα κλαδιά τους, αλλά όταν πλησίασα διαπίστωσα πως ήταν αίμα. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας άντρας με ένα κύπελλο και άρχισε να συλλέγει το αίμα από τα δέντρα. Όταν το κύπελλο γέμισε με πλησίασε και μου είπε να πιω. Δεν μπορούσα να κουνηθώ».

Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι αυτή η καταγραφή έγινε από έναν άνθρωπο που, μέχρι την τελευταία στιγμή ήλπιζε πως θα κατάφερνε να τον στείλουν στο ψυχιατρείο αντί στην αγχόνη. Ο Haigh ήταν ιδιαίτερα ευφυής και του ήταν εύκολο να κατασκευάσει τέτοιες ιστορίες. Ιδιαίτερα ευφυής ήταν και ο τρόπος που σκέφτηκε για να απαλλαγεί από τα πτώματα των θυμάτων του. Είναι πιθανόν να είχε διαβάσει την υπόθεση του Georges Sarret, ενός γάλλου δικηγόρουμ ο οποίος είχε χρησιμοποιήσει τήν ίδια μέθοδο το 1925, προκειμένου να ξεφορτωθεί τα πτώματα των θυμάτων του.

Εντούτοις, οι φρικιαστικές ιστορίες του, δεν τον βοήθησαν καθόλου: Στις 10 Αυγούστου του 1949, στις φυλακές Wandsworth, ο δήμιος Albert Pierrepoint οδήγησε τον John George Haigh στην αγχόνη.

Επίλογος
Η υπόθεση του John George Haigh είναι η μία από τις δύο μεταπολεμικές υποθέσεις στην Αγγλία –η δεύτερη είναι αυτή του Neville Heath- που τράβηξαν τα φώτα της δημοσιότητας με τρόπο έντονο και πρωτοφανή. Επί μήνες τα βρετανικά ταμπλόιντς τροφοδοτούσαν τα εκατομύρια των αναγνωστών τους με θεωρίες και ικασίες, που πολύ απείχαν από την αλήθεια. Παρόλο που η ενοχή και των δύο ανδρών ήταν αδιαμφισβήτητη, η υπερασπιστική γραμμή στηρίχτηκε στον ισχυρισμό ότι ήταν ψυχικά ασθενείς. Επιπλέον, αναφορικά με τον Haigh, η μέθοδος που επέλεξε για να εξαφανίζει τα πτώματα των θυμάτων του, του εξασφάλισε μια ξεχωριστή θέση στο αποτρόπαιο πάνθεον των σειριακών δολοφόνων.





Τα κείμενα και οι φωτογραφίες είναι απο: eglima.wordpress.com
Τα βίντεο από: Youtube


"

ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ - 1 ΕΥΡΩ ΠΡΟΛΑΒΕΤΕ
ΠΡΟΛΑΒΕ ΤΟ .ΤΙΜΗ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ 1 ΕΥΡΩ ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΟ RICARDO ΚΑΤΩ ΚΑΙ ΚΑΝΕ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΣΟΥ. ΓΡΗΓΟΡΑ.
Apple iPad Wi-Fi 16GB
Επεξεργαστής: Apple A4 1GHz
Οθόνη: 9,7" LED-backlit
Ανάλυση: 1024 x 768 pixel
Πωλητής: pekon
Τιμή Έναρξης: 1€