Ετερόφυλοι ή ομοφυλόφιλοι, άνδρες ή γυναίκες, είναι όλοι το ίδιο σε ό,τι αφορά τα συστήματα του εγκεφάλου που ρυθμίζουν τον έρωτα.
Αυτό αποκαλύπτει μια νέα μελέτη από το University College London (UCL), στην οποία οι ερευνητές εξέτασαν τη λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI) από εγκεφαλογραφήματα των εθελοντών ενώ κοιτούσαν τα πρόσωπα των εραστών τους.
Οι καθηγητές Semir Zeki και John Romaya από το Εργαστήριο Νευροβιολογίας Wellcome του UCL του Ηνωμένου Βασιλείου δημοσίευσαν τα ευρήματά τους, τα οποία ήταν συνέχεια από προηγούμενες εργασίες σχετικά με τις διαφορές μεταξύ της ερωτικής και της μητρικής αγάπης.
Στην εισαγωγή τους εξηγούν ότι η μελέτη αυτή αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς σχετικά με τα συστήματα του εγκεφάλου που φαίνεται να είναι κρίσιμα για την αγάπη. Η έμπνευση τους ήρθε από την ανάγνωση έργων παγκόσμιας λογοτεχνίας με θέμα τον έρωτα, όπου οι χαρακτήρες που είναι ερωτευμένοι φαίνεται να έχουν τα ίδια συναισθήματα, είτε είναι άνδρες είτε γυναίκες και ανεξάρτητα από το σεξουαλικό τους προσανατολισμό.
«Η παθιασμένη ερωτική αγάπη συνήθως προκαλείται από μια οπτική είσοδο και είναι μια αποπροσανατολιστική κατάσταση», δήλωσε ο Zeki.
Επεσήμανε μάλιστα ότι προηγούμενη έρευνα έχει δείξει ότι αν και η συγκίνηση είναι περίπλοκη, αν κοιτάξει κανείς τις εικόνες του εγκεφάλου ενός ατόμου που βλέπει το πρόσωπο κάποιου με το οποίο είναι παράφορα ερωτευμένος, τα μοτίβα εμφανίζονται μόνο σε λίγες - αν και σε στενή σχέση μεταξύ τους- περιοχές του εγκεφάλου.
«Αυτός ο περιορισμός κατέστησε εύλογο να υποθέσει κανείς ότι θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε τυχόν διαφορές σχετικά εύκολα», ανέφεραν οι Zeki και Romaya.
Άλλες μελέτες έχουν περιγράψει τις φυσικές διαφορές μεταξύ των εγκεφάλων ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων, για παράδειγμα, στο μέγεθος του υποθαλάμου και στον βαθμό ασυμμετρίας των δύο ημισφαιρίων.
Ωστόσο αυτά έχουν περιγραφεί στο πλαίσιο της σεξουαλικής διέγερσης και όχι όσον αφορά το ‘’συναίσθημα του έρωτα’’, προσθέτουν, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξουν ότι δεδομένης της βαθιάς ομοιότητας στην έκφραση του συναισθήματος του έρωτα αυτό που κάποιος θα παρατηρήσει επίσης είναι ότι «δεν διαπιστώνονται διαφορές όταν γυναίκες ή άνδρες, ετερόφυλοι ή ομοφυλόφιλοι αντικρίζουν το πρόσωπο του αγαπημένου τους».
Για τη μελέτη, οι Zeki και Romaya ζήτησαν από 12 γυναίκες και 12 άνδρες (6 ετεροφυλόφιλους και 6 ομοφυλόφιλους ανά περίπτωση), ηλικίας από 19 έως 47 ετών, να παρατηρήσουν φωτογραφίες από τους εραστές τους και φωτογραφίες από φίλους τους του ίδιου φύλου, για τους οποίους οι ίδιοι ανέφεραν ότι τους ήταν αδιάφοροι ερωτικά, ενώ υποβλήθηκαν σε τομογραφίες fMRI της εγκεφαλικής τους δραστηριότητας.
Όλοι οι συμμετέχοντες δήλωσαν ότι ήταν παράφορα ερωτευμένοι με το έτερόν τους ήμισυ και είχαν σεξουαλική σχέση μαζί του. Η διάρκεια των σχέσεων κυμαινόταν από 4 μηνών έως 23 χρόνια.
(Αρχικά υπήρχαν 28 εθελοντές αλλά οι ερευνητές απέκλεισαν 4 από αυτούς για διάφορους λόγους. Για παράδειγμα ένας ανέφερε ότι είχε σοβαρά προβλήματα στη σχέση του και ένας άλλο αποκοιμήθηκε κατά τη διάρκεια της τομογραφίας).
Μετά την τομογραφία οι συμμετέχοντες έδωσαν μια εκτίμηση του σεξουαλικού τους προσανατολισμού σε μια κλίμακα από 0 (αποκλειστικά ετεροφυλόφιλοι) έως 6 (αποκλειστικά ομοφυλόφιλοι). Από τα 24 άτομα οι μισοί ήταν αποκλειστικά είτε ετερόφυλοι είτε ομοφυλόφιλοι, ενώ οι άλλοι μισοί, δεν ήταν απόλυτοι στο θέμα αυτό αλλά δήλωσαν παρόλα αυτά ότι η σχέση τους ήταν είτε ετεροφυλόφιλη είτε ομοφυλόφιλη, όπως διευκρίνισαν οι ερευνητές.
Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν επίσης ερωτηματολόγια για το πόσο παθιασμένος ήταν ο έρωτά τους σε μια προσπάθεια να προσδιοριστούν ποσοτικά τα συναισθήματά τους για τον εραστή τους.
Για να κάνουν όλες τις εικόνες όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφες, ώστε η μόνη διαφορά μεταξύ τους να είναι οι άνθρωποι που απεικονίζονται σε αυτές, οι φωτογραφίες ψηφιοποιήθηκαν, μεταλλάχθηκαν σε αποχρώσεις του γκρι και υπέστησαν επεξεργασία προκειμένου να αφαιρεθούν χαρακτηριστικά όπως σκουλαρίκια, κασκόλ και το φόντο αντικαταστάθηκε από ένα ουδέτερο φόντο σε γκρίζο τόνο.
Τα αποτελέσματα έδειξαν:
-Ένα παρόμοιο σχέδιο ενεργοποίησης μεταξύ των διαφόρων ομάδων.
-Το μοντέλο έδειξε ότι τόσο ο φλοιός του εγκεφάλου όσο και οι υπο-περιοχές του φλοιού ήταν ενεργές.
-Οι κύριες περιοχές δραστηριότητας ήταν αυτές που είναι γνωστό ότι είναι πλούσιες σε ντοπαμινεργική δραστηριότητα των νευροδιαβιβαστών (‘’νιώθω καλά’’).
-Υπήρξε επίσης εκτενής απενεργοποίηση μεγάλων τμημάτων του εγκεφαλικού φλοιού, όταν οι συμμετέχοντες έβλεπαν τις εικόνες των εραστών τους και αυτό ήταν ανεξάρτητο από το φύλο τους και το σεξουαλικό τους προσανατολισμό.
Η ντοπαμινεργική δραστηριότητα συνδέεται στενά με τη δραστηριότητα άλλων νευροδιαβιβαστών, όπως εκείνοι που αφορούν την ωκυτοκίνη και τη σεροτονίνη, για τους οποίους οι επιστήμονες πιστεύουν ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ρύθμιση των συναισθημάτων και στο δέσιμο στις σχέσεις.
Οι απενεργοποιημένες περιοχές περιελάμβαναν περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου, που οι επιστήμονες πιστεύουν ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην κρίση και αυτό το εύρημα μπορεί να εξηγεί γιατί συχνά εμφανιζόμαστε λιγότερο επικριτικοί με εκείνους που αγαπάμε, επιβεβαιώνοντας το παλαιό ρητό που λέει ότι ‘’ο έρωτας είναι τυφλός’’.
Οι Zeki και Romaya κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι:
«Το μοτίβο της ενεργοποίησης και απενεργοποίησης ήταν σε σημαντικό βαθμό παρόμοιο στους εγκεφάλους των ανδρών και των γυναικών αλλά και των ετεροφυλόφιλων και των ομοφυλόφιλων. Θα μπορούσαμε επομένως να πούμε ότι δεν υπάρχει διαφορά στα πρότυπα ενεργοποίησης μεταξύ των ομάδων αυτών.»
Οι δύο ερευνητές σχολίασαν ότι και στον κόσμο της λογοτεχνίας παρατηρείται ‘’ομοιογένεια στο θέμα αυτό’’.
«Αυτό που διαπιστώθηκε με τις μεθόδους που σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας και χρησιμοποιώντας ίσως υπερβολικά συντηρητικά κριτήρια, είναι ότι δεν μπορέσαμε να ανιχνεύσουμε τυχόν διαφορές σχετικά με την έκφραση του συναισθήματος της αγάπης ανάμεσα στα δύο φύλα ούτε ανάμεσα σε ομοφυλόφιλους ή ετεροφυλόφιλους», ανέφεραν οι δύο καθηγητές.
Ωστόσο πρόσθεσαν ότι αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές αλλά ίσως θα πρέπει «να αναζητηθούν σε άλλους τομείς και όχι στο τι συναισθήματα βιώνει ένας ερωτευμένος όταν βλέπει το πρόσωπο του αγαπημένου του».
Στην εισαγωγή τους εξηγούν ότι η μελέτη αυτή αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς σχετικά με τα συστήματα του εγκεφάλου που φαίνεται να είναι κρίσιμα για την αγάπη. Η έμπνευση τους ήρθε από την ανάγνωση έργων παγκόσμιας λογοτεχνίας με θέμα τον έρωτα, όπου οι χαρακτήρες που είναι ερωτευμένοι φαίνεται να έχουν τα ίδια συναισθήματα, είτε είναι άνδρες είτε γυναίκες και ανεξάρτητα από το σεξουαλικό τους προσανατολισμό.
«Η παθιασμένη ερωτική αγάπη συνήθως προκαλείται από μια οπτική είσοδο και είναι μια αποπροσανατολιστική κατάσταση», δήλωσε ο Zeki.
Επεσήμανε μάλιστα ότι προηγούμενη έρευνα έχει δείξει ότι αν και η συγκίνηση είναι περίπλοκη, αν κοιτάξει κανείς τις εικόνες του εγκεφάλου ενός ατόμου που βλέπει το πρόσωπο κάποιου με το οποίο είναι παράφορα ερωτευμένος, τα μοτίβα εμφανίζονται μόνο σε λίγες - αν και σε στενή σχέση μεταξύ τους- περιοχές του εγκεφάλου.
«Αυτός ο περιορισμός κατέστησε εύλογο να υποθέσει κανείς ότι θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε τυχόν διαφορές σχετικά εύκολα», ανέφεραν οι Zeki και Romaya.
Άλλες μελέτες έχουν περιγράψει τις φυσικές διαφορές μεταξύ των εγκεφάλων ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων, για παράδειγμα, στο μέγεθος του υποθαλάμου και στον βαθμό ασυμμετρίας των δύο ημισφαιρίων.
Ωστόσο αυτά έχουν περιγραφεί στο πλαίσιο της σεξουαλικής διέγερσης και όχι όσον αφορά το ‘’συναίσθημα του έρωτα’’, προσθέτουν, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξουν ότι δεδομένης της βαθιάς ομοιότητας στην έκφραση του συναισθήματος του έρωτα αυτό που κάποιος θα παρατηρήσει επίσης είναι ότι «δεν διαπιστώνονται διαφορές όταν γυναίκες ή άνδρες, ετερόφυλοι ή ομοφυλόφιλοι αντικρίζουν το πρόσωπο του αγαπημένου τους».
Για τη μελέτη, οι Zeki και Romaya ζήτησαν από 12 γυναίκες και 12 άνδρες (6 ετεροφυλόφιλους και 6 ομοφυλόφιλους ανά περίπτωση), ηλικίας από 19 έως 47 ετών, να παρατηρήσουν φωτογραφίες από τους εραστές τους και φωτογραφίες από φίλους τους του ίδιου φύλου, για τους οποίους οι ίδιοι ανέφεραν ότι τους ήταν αδιάφοροι ερωτικά, ενώ υποβλήθηκαν σε τομογραφίες fMRI της εγκεφαλικής τους δραστηριότητας.
Όλοι οι συμμετέχοντες δήλωσαν ότι ήταν παράφορα ερωτευμένοι με το έτερόν τους ήμισυ και είχαν σεξουαλική σχέση μαζί του. Η διάρκεια των σχέσεων κυμαινόταν από 4 μηνών έως 23 χρόνια.
(Αρχικά υπήρχαν 28 εθελοντές αλλά οι ερευνητές απέκλεισαν 4 από αυτούς για διάφορους λόγους. Για παράδειγμα ένας ανέφερε ότι είχε σοβαρά προβλήματα στη σχέση του και ένας άλλο αποκοιμήθηκε κατά τη διάρκεια της τομογραφίας).
Μετά την τομογραφία οι συμμετέχοντες έδωσαν μια εκτίμηση του σεξουαλικού τους προσανατολισμού σε μια κλίμακα από 0 (αποκλειστικά ετεροφυλόφιλοι) έως 6 (αποκλειστικά ομοφυλόφιλοι). Από τα 24 άτομα οι μισοί ήταν αποκλειστικά είτε ετερόφυλοι είτε ομοφυλόφιλοι, ενώ οι άλλοι μισοί, δεν ήταν απόλυτοι στο θέμα αυτό αλλά δήλωσαν παρόλα αυτά ότι η σχέση τους ήταν είτε ετεροφυλόφιλη είτε ομοφυλόφιλη, όπως διευκρίνισαν οι ερευνητές.
Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν επίσης ερωτηματολόγια για το πόσο παθιασμένος ήταν ο έρωτά τους σε μια προσπάθεια να προσδιοριστούν ποσοτικά τα συναισθήματά τους για τον εραστή τους.
Για να κάνουν όλες τις εικόνες όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφες, ώστε η μόνη διαφορά μεταξύ τους να είναι οι άνθρωποι που απεικονίζονται σε αυτές, οι φωτογραφίες ψηφιοποιήθηκαν, μεταλλάχθηκαν σε αποχρώσεις του γκρι και υπέστησαν επεξεργασία προκειμένου να αφαιρεθούν χαρακτηριστικά όπως σκουλαρίκια, κασκόλ και το φόντο αντικαταστάθηκε από ένα ουδέτερο φόντο σε γκρίζο τόνο.
Τα αποτελέσματα έδειξαν:
-Ένα παρόμοιο σχέδιο ενεργοποίησης μεταξύ των διαφόρων ομάδων.
-Το μοντέλο έδειξε ότι τόσο ο φλοιός του εγκεφάλου όσο και οι υπο-περιοχές του φλοιού ήταν ενεργές.
-Οι κύριες περιοχές δραστηριότητας ήταν αυτές που είναι γνωστό ότι είναι πλούσιες σε ντοπαμινεργική δραστηριότητα των νευροδιαβιβαστών (‘’νιώθω καλά’’).
-Υπήρξε επίσης εκτενής απενεργοποίηση μεγάλων τμημάτων του εγκεφαλικού φλοιού, όταν οι συμμετέχοντες έβλεπαν τις εικόνες των εραστών τους και αυτό ήταν ανεξάρτητο από το φύλο τους και το σεξουαλικό τους προσανατολισμό.
Η ντοπαμινεργική δραστηριότητα συνδέεται στενά με τη δραστηριότητα άλλων νευροδιαβιβαστών, όπως εκείνοι που αφορούν την ωκυτοκίνη και τη σεροτονίνη, για τους οποίους οι επιστήμονες πιστεύουν ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ρύθμιση των συναισθημάτων και στο δέσιμο στις σχέσεις.
Οι απενεργοποιημένες περιοχές περιελάμβαναν περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου, που οι επιστήμονες πιστεύουν ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην κρίση και αυτό το εύρημα μπορεί να εξηγεί γιατί συχνά εμφανιζόμαστε λιγότερο επικριτικοί με εκείνους που αγαπάμε, επιβεβαιώνοντας το παλαιό ρητό που λέει ότι ‘’ο έρωτας είναι τυφλός’’.
Οι Zeki και Romaya κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι:
«Το μοτίβο της ενεργοποίησης και απενεργοποίησης ήταν σε σημαντικό βαθμό παρόμοιο στους εγκεφάλους των ανδρών και των γυναικών αλλά και των ετεροφυλόφιλων και των ομοφυλόφιλων. Θα μπορούσαμε επομένως να πούμε ότι δεν υπάρχει διαφορά στα πρότυπα ενεργοποίησης μεταξύ των ομάδων αυτών.»
Οι δύο ερευνητές σχολίασαν ότι και στον κόσμο της λογοτεχνίας παρατηρείται ‘’ομοιογένεια στο θέμα αυτό’’.
«Αυτό που διαπιστώθηκε με τις μεθόδους που σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας και χρησιμοποιώντας ίσως υπερβολικά συντηρητικά κριτήρια, είναι ότι δεν μπορέσαμε να ανιχνεύσουμε τυχόν διαφορές σχετικά με την έκφραση του συναισθήματος της αγάπης ανάμεσα στα δύο φύλα ούτε ανάμεσα σε ομοφυλόφιλους ή ετεροφυλόφιλους», ανέφεραν οι δύο καθηγητές.
Ωστόσο πρόσθεσαν ότι αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές αλλά ίσως θα πρέπει «να αναζητηθούν σε άλλους τομείς και όχι στο τι συναισθήματα βιώνει ένας ερωτευμένος όταν βλέπει το πρόσωπο του αγαπημένου του».
MEN24