Η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ στην Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1948, μέσα στην «ασπρόμαυρη» ατμόσφαιρα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, πυροδότησε μια πρωτοφανή κινητοποίηση των ελληνικών αστυνομικών αρχών και έθεσε σε επιφυλακή τις διπλωματικές, στρατιωτικές και μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Μεγ. Βρετανίας.
Σήμερα, 63 χρόνια μετά και παρά την επίσημη «διαλεύκανση» της υπόθεσης, ήδη από το 1949, όλες οι εκδοχές για τους δράστες του (πολιτικού) εγκλήματος παραμένουν ανοικτές…
Γύρω στις 9 το πρωί της Κυριακής 16 Μαΐου 1948, ο λεμβούχος Λάμπρος Αντώναρος βγήκε με τη βάρκα του στα ανοικτά του κόλπου της Θεσσαλονίκης για ψάρεμα. Ενώ βρισκόταν περίπου 500 μέτρα από τον Λευκό Πύργο (μπροστά στο κέντρο «Τριανόν») είδε έκπληκτος ένα θέαμα που τον άφησε εμβρόντητο: επρόκειτο για το πτώμα νεαρού άνδρα, που έπλεε στη θάλασσα με εμφανή σημάδια αποσύνθεσης. Με τη βάρκα του μετέφερε το πτώμα στην προβλήτα και κάλεσε το λιμενικό. Όπως σημειώνεται στην έκθεση αυτοψίας «το πτώμα επαρουσίαζεν όψιν αποσυνθέσεως» ενώ «τα κάτω και τα άνω άκρα αυτού ήταν προσδεδεμένα αλλήλων δια σχοινιού». Αλλά το πλέον σοβαρό εύρημα ήταν πως το θύμα «έφερεν τραύμα εις το οπίσθιον μέρος της κεφαλής επενεχθέντος δια πυροβόλου όπλου». Πάνω στο πτώμα βρέθηκε η ταυτότητά του: επρόκειτο για τον 34χρονο Αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Πολκ (George Polk), ανταποκριτή του ειδησεογραφικού οργανισμού CBS (Columbia Broadcasting System), ο οποίος είχε εξαφανιστεί μία εβδομάδα νωρίτερα από το ξενοδοχείο της πόλης «Αστόρια» όπου διέμενε.
Η πληροφορία για την ανεύρεση του πτώματος έσκασε «σαν βόμβα» στις ελληνικές αρχές και κινητοποίησε αμέσως τις διπλωματικές αντιπροσωπείες και μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, λόγω της εθνικότητας και της ιδιότητας του θύματος, αλλά κυρίως εξαιτίας της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας το προηγούμενο διάστημα.
O Πολκ -βετεράνος πιλότος του αμερικανικού ναυτικού κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου- είχε προσληφθεί το 1946 από το CBS για να καλύπτει το χώρο της Μέσης Ανατολής. Τον ίδιο χρόνο πρωτοήλθε στην Αθήνα, στην οποία εγκαταστάθηκε οριστικώς τον Ιανουάριο του 1947. Ως τον Μάιο του 1948 ταξίδευε συχνά στην Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και την Παλαιστίνη, αλλά και στο εσωτερικό της Ελλάδας. Σε κάθε περιοχή διέθετε έναν συνεργάτη και στην Αθήνα αυτός ήταν ο Κώστας Χατζηαργύρης, ένας αριστερός δημοσιογράφος, ανταποκριτής της εφημερίδας «Christian Science Monitor», που διατηρούσε επαφές με τους σοβιετικούς στην ελληνική πρωτεύουσα (από τους πρώτους «υπόπτους» στην υπόθεση). Παράλληλα, σε κάποιο από τα ταξίδια του γνώρισε την νεαρή ελληνίδα αεροσυνοδό της ΤΑΕ -τον πρόδρομο της «Ολυμπιακής Αεροπορίας»- Ρέα Κοκκώνη, την οποία λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκε.
Στις αρχές του Μαΐου του 1948 ετοιμαζόταν να επιστρέψει με τη γυναίκα του στις ΗΠΑ, όπου τον περίμενε μια ετήσια υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αλλά καθυστέρησε την αναχώρησή του (είχε εισιτήρια για τις 20 Μαΐου), διότι ήθελε προηγουμένως να πραγματοποιήσει μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία: καθώς ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στο κρισιμότερο στάδιό του, σκόπευε να πάει «στο βουνό, κάπου στη Βορ. Ελλάδα» και να πάρει συνέντευξη από τον αρχιστράτηγο του Δημοκρατικού Στρατού και πρόεδρο της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» Μάρκο Βαφειάδη. Για το σκοπό αυτό, την Παρασκευή 7 Μαΐου έφτασε (χωρίς τη συνοδεία της γυναίκας του) στην Θεσσαλονίκη, όπου κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Αστόρια». Την ίδια και την επόμενη ημέρα επισκέφθηκε το αμερικανικό προξενείο στην πόλη και είχε συναντήσεις με αμερικανούς και βρετανούς αξιωματικούς αλλά και δημοσιογράφους˙ ανάμεσά τους και τον 38χρονο συντάκτη της εφημερίδας «Μακεδονία» και ανταποκριτή του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters Γρηγόρη Στακτόπουλο, που τότε γνώρισε για πρώτη φορά. Αργά το βράδυ του Σαββάτου 8 Μαΐου, ο θυρωρός τον είδε να μπαίνει στο ξενοδοχείο για τελευταία φορά.
Από εκείνη τη στιγμή τα ίχνη του Πολκ χάθηκαν. Τη Δευτέρα 10 Μαΐου, η διεύθυνση του ξενοδοχείου ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές για την εξαφάνιση, ενώ στις 12 Μαΐου στην πόλη έφτασε η σύζυγός του Ρέα, φανερά ανήσυχη από την εξέλιξη αυτή και αργότερα ο αδελφός του Γουίλιαμ.
Αμέσως μετά την ανακάλυψη του πτώματος βρέθηκαν στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι του CBS Ουίν. Μπερνέτ και Τζ. Σεκοντάρι, καθώς και ο στρατηγός Γ. Ντόνοβαν πρώην διευθυντής της OSS (η μυστική υπηρεσία πληροφοριών των ΗΠΑ πριν από τη σύσταση της CIA), ειδικός ερευνητής-σύμβουλος μιας επιτροπής της αμερικανικής «Ένωσης Συγγραφέων – Δημοσιογράφων Εξωτερικού» (OWA) με πρόεδρο τον Γ. Λίπμαν («επιτροπή Λίπμαν»).
Ο Στακτόπουλος
Τρεις μήνες μετά τη δολοφονία, στις 14 Αυγούστου, ο Στακτόπουλος συνελήφθη ως ο βασικός ύποπτος για τη δολοφονία του Πολκ. Ο Έλληνας δημοσιογράφος -ο οποίος είχε κομμουνιστικό παρελθόν και είχε σπουδάσει στο αμερικανικό κολέγιο «Ανατόλια» της πόλης- θεωρήθηκε ως ο άνθρωπος που έστησε την «παγίδα θανάτου» στον Αμερικανό συνάδελφό του. Υπό την πίεση της ανάκρισης, ψυχικών και σωματικών βασανιστηρίων αλλά και για να αποφύγει τη θανατική ποινή, ο Στακτόπουλος έκανε δύο ομολογίες παραδεχόμενος την ανάμειξή του στο έγκλημα. Δύο μέρες μετά, συνελήφθη ως συνεργός και η μητέρα του, Άννα Στακτοπούλου, η οποία φερόταν να είναι η αποστολέας φακέλου που απευθυνόταν «προς το 3ο Αστυνομικό Τμήμα» και περιείχε τη δημοσιογραφική ταυτότητα του Πολκ και ένα διαφημιστικό φυλλάδιο της «Panamerican Airways».
Στις 17 Οκτωβρίου, σε μια εντυπωσιακή συνέντευξη Τύπου των υπουργών Δ. Τάξης Κ. Ρέντη και Δικαιοσύνης Γ. Μελά και παρουσία της ηγεσίας της Χωροφυλακής ανακοινώθηκε ότι το φόνο είχε σχεδιάσει η Κομινφόρμ προκειμένου να εκθέσει την Ελλάδα στο εξωτερικό, να πλήξει τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και να εμποδίσει την βοήθεια που παρείχαν οι ΗΠΑ στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, καθώς ο Στακτόπουλος και η μητέρα του ήταν μέλη του ΚΚΕ έλαβαν εντολή να προσεγγίσουν τον Πολκ στην Αθήνα, ώστε αυτός να πάει στην Θεσσαλονίκη και κατόπιν να προωθηθεί «στο βουνό». Όταν ο Αμερικανός δημοσιογράφος έφτασε στην Θεσσαλονίκη, συναντήθηκε με τον Στακτόπουλο, έφαγαν μαζί στο κέντρο «Λουξεμβούργο» και ακολούθως μπήκαν σε μια βάρκα, όπου βρίσκονταν τα τότε ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ Αδάμ Μουζενίδης και Βαγγέλης Βασβανάς, ώστε με αυτή να προσεγγίσουν περιοχές που ελέγχονταν από τον Δημοκρατικό Στρατό. Εκεί, ο Μουζενίδης τον πυροβόλησε και μετά τον έριξε στη θάλασσα.
Παρά το γεγονός ότι, όπως αποδείχτηκε πολύ σύντομα, ο Μουζενίδης δεν ζούσε και ο Βασβανάς ήταν πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη την εποχή της δολοφονίας, πως ο Πολκ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη όταν υποτίθεται πως τον συνάντησε ο Στακτόπουλος στην Αθήνα, και δεν υπήρχε κανείς μάρτυρας που να τους είδε να τρώνε το βράδυ του φόνου στο εστιατόριο «Λουξεμβούργο», τον Απρίλιο του 1949 ο Στακτόπουλος καταδικάστηκε σε ισόβια, ενώ οι Μουζενίδης και Βασβανάς (οι οποίοι, όπως ήταν… φυσικό, απουσίαζαν από τη διαδικασία) στη θανατική ποινή. Η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε, αφού αποδείχτηκε γραφολογικά ότι δεν έγραψε και πολύ περισσότερο δεν έστειλε αυτή τον επίμαχο φάκελο με την ταυτότητα του Πολκ. Αργότερα, θα αποδειχθεί πως τον φάκελο είχε βρει εντελώς τυχαία στην προκυμαία της πόλης ο Θ. Μπάμιας και είχε αναθέσει σ’ έναν φίλο του να γράψει τη διεύθυνση και να τη στείλει στην αστυνομία.
Μετά την καταδίκη του, ο Στακτόπουλος έμεινε -παράνομα- τέσσερα χρόνια στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας προτού μεταφερθεί στις φυλακές. Το 1956 η ποινή του μετριάστηκε σε 20 χρόνια και το 1960 αποφυλακίστηκε, όταν ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Καλλίας μείωσε την ποινή σε 17 χρόνια.
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 (κυρίως χάρη σε σοβαρή έρευνα και σειρά δημοσιευμάτων του δημοσιογράφου Β. Τσιμπιδάρου) είχε αρχίσει να γίνεται αποδεκτό πως ο Στακτόπουλος δεν είχε καμιά συμμετοχή στην υπόθεση. Ο ίδιος, ως το 1998 όταν πέθανε σε ηλικία 88 ετών, βασιζόμενος σε νέα στοιχεία, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, ώστε να ξανανοίξει ο φάκελος της υπόθεσης και να υπάρξει αναψηλάφηση της δίκης του, κάτι που ωστόσο δεν έγινε δεκτό (η τελευταία σχετική αίτηση, αυτή τη φορά από την πλευρά της συζύγου του, απορρίφθηκε από το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου μόλις τον προηγούμενο Μάιο). Σήμερα, αποτελεί πλέον κοινό τόπο πως για τη δολοφονία του Πολκ δεν ευθύνονται αυτοί που καταδικάστηκαν το 1949. Αλλά, αν δεν είναι αυτοί, τότε ποιοι κρύβονται πίσω από τη δολοφονία του;
Το κλίμα της εποχής
Η υπόθεση Πολκ αποτελεί ένα πραγματικό φαινόμενο στα διεθνή ποινικά χρονικά, καθώς πέρα από την επίσημη «λύση Στακτόπουλου», έχουν διατυπωθεί, κατά καιρούς, επτά, τουλάχιστον, εκδοχές για την ταυτότητα των δραστών της δολοφονίας και τα κίνητρά τους. Για την κατανόηση των ποικίλων παραμέτρων της υπόθεσης, σκόπιμο θα ήταν να υπενθυμίσουμε συνοπτικά το πολιτικό περιβάλλον και το διεθνές κλίμα εκείνης της περιόδου.
Ήδη από τον Μάρτιο του 1947 είχε εξαγγελθεί το «δόγμα Τρούμαν» με το οποίο η Ελλάδα είχε περάσει από τη βρετανική στην αμερικανική κηδεμονία. Στο πλαίσιο του δόγματος, οι Η.Π.Α. διέθεσαν συνολικά ως οικονομική βοήθεια το ποσό των 300 εκατ. δολ., που στην Ελλάδα διαχειριζόταν η «Αμερικανική Αποστολή Βοηθείας προς την Ελλάδα» (AMAG). Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στην κρισιμότερη φάση του και οι στρατιωτική αναμέτρηση έδειχνε ακόμα σχετικά αμφίρροπη. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της κυβέρνησης του Θ. Σοφούλη (που ουσιαστικά καθοδηγούνταν από αμερικανούς αξιωματικούς υπό τον στρατηγό Βαν Φλητ) είχαν «περιοριστεί» στις μεγάλες πόλεις και η Θεσσαλονίκη βρισκόταν πολύ κοντά στο θέατρο των επιχειρήσεων στη βόρεια Ελλάδα, ένα σημαντικό μέρος της οποίας κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός. Ταυτοχρόνως, στο διεθνές πεδίο, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται το αντικομμουνιστικό, ψυχροπολεμικό κλίμα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Σοβιετική Ένωση και η Ελλάδα, είτε βάσει σχεδίου είτε τυχαίως, αποτελούσε το πρώτο πεδίο εφαρμογής της στρατηγικής του.
Στο πλαίσιο αυτό, η επίσημη εκδοχή που παρουσίασαν οι αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης (με επικεφαλής τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, ταγματάρχη Ν. Μουσχουντή) έγινε αμέσως δεκτή από τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ (τη στήριξε, άλλωστε, σχεδόν από την αρχή και ο στρατηγός Ντόνοβαν, αποκρύπτοντας ενδεχομένως πολλά στοιχεία που γνώριζε), που απλώς συμφώνησε και υποστήριξε με κάθε δυνατότητά της το πόρισμα των ανακρίσεων και την απόφαση του δικαστηρίου.
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, έρευνες σε ελληνικά, αμερικανικά, βρετανικά και άλλα αρχεία, καταθέσεις Αμερικανών, Βρετανών και Ελλήνων πολιτών, δεκάδες βιβλία Ελλήνων και ξένων ερευνητών, τρεις κινηματογραφικές ταινίες («Κιέριον» του Δ. Θέου – 1966, «Υπόθεση Πολκ» του Αγ. Μάλλιαρη – 1978 και “Ο φάκελος Πολκ στον αέρα” του Γρ. Γρηγοράτου – 1987) και εκατοντάδες δημοσιεύματα στον παγκόσμιο Τύπο προσκόμισαν νέα στοιχεία, που κατονόμαζαν τους δράστες σε διαφορετικούς και ποικίλους πολιτικούς, κοινωνικούς και «επαγγελματικούς» χώρους.
Οι Βρετανοί και η Intelligence Service
Η πιο διαδεδομένη εκδοχή, μετά την αποκάλυψη της σκευωρίας σε βάρος του Στακτόπουλου, είναι πως οι οργανωτές και οι δράστες της δολοφονίας είναι Βρετανοί. Κύριος υποστηρικτής της ήταν ο δημοσιογράφος Κ. Χατζηαργύρης, ο οποίος στο βιβλίο του «Η υπόθεση Πολκ – Ο ρόλος των ξένων υπηρεσιών στην Ελλάδα» αναφέρει ότι «η παξ μπριτάνικα κατέρρεε τότε στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Άγγλοι είχαν διωχτή από την Ελλάδα και την Τουρκία. Έβλεπαν πως στόχος των Αμερικανών ήταν το πετρέλαιο. Φυσικά, ήταν αντικομμουνιστές και οι δύο. Μα είχαν και τις πολύ έντονες διαφορές τους, (…) που τότε, το 1948, προκάλεσαν δύο μυστηριώδεις φόνους, περίπου ταυτόχρονα, του Ουάσον στην Ιερουσαλήμ, του Πολκ στη Θεσσαλονίκη. Φόνους υπολογισμένους να φέρουν δυσκολίες σ’ όλους, τους αμερικανούς, την επίσημη Ελλάδα, μα και το σοσιαλιστικό κόσμο επίσης, που τότε οι σχέσεις του με την Αγγλία ήταν εξαιρετικά τεταμένες».
Την εκδοχή αυτή ενισχύει το γεγονός πως ο τελευταίος άνθρωπος που είδε ζωντανό τον Πολκ ήταν ο προϊστάμενος του Τμήματος Τύπου του Βρετανικού Γενικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη (και σύμφωνα με ορισμένες πηγές πράκτορας της Intelligence Service) Ράντολ Κόουτ, καθώς και το γεγονός ότι κατά τη νεκροτομή του πτώματος του Πολκ βρέθηκαν στο στομάχι του υπολείμματα γεύματος αποτελούμενο από αστακό και μπιζέλια, κάτι που όπως αναφέρει ο Κ. Χατζηαργύρης αποτελεί κλασική αγγλοσαξονική κουζίνα! Αξίζει να σημειωθεί, εδώ, ότι το στοιχείο βάρυνε σημαντικά στο κατηγορητήριο, αφού σύμφωνα με αυτό το βράδυ του φόνου ο Πολκ συνάντησε τους μετέπειτα δολοφόνους του (Στακτόπουλο κ.α.) στο εστιατόριο «Λουξεμβούργο» όπου έφαγε το συγκεκριμένο γεύμα. Μόνο που εκείνη τη μέρα το εστιατόριο δεν σέρβιρε τέτοιο φαγητό, γεγονός που απεκρύβη σε όλα τα στάδια της προανακριτικής, ανακριτικής και δικαστικής διαδικασίας.
Επιπλέον, σημαντικά ερωτηματικά αφήνει το γεγονός πως ο Κόουτ έφυγε αιφνιδιαστικά από τη Θεσσαλονίκη στις 13 Μαΐου (δηλαδή, πριν από την αποκάλυψη του πτώματος του Πολκ) και αργότερα μετατέθηκε στο Όσλο της Νορβηγίας, ενώ μετά την αναχώρησή του από την πόλη το γραφείο πληροφοριών του βρετανικού προξενείου έκλεισε και έκτοτε δεν λειτούργησε ποτέ ξανά.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, η δολοφονία σχεδιάστηκε, οργανώθηκε και εκτελέστηκε στην Θεσσαλονίκη, ο στόχος δεν ήταν ο Πολκ προσωπικά, αλλά κάποιος δημοσιογράφος με τις δικές του… προδιαγραφές (απλώς ο Πολκ έπεσε στην παγίδα), ενώ ο Κόουτ ήταν ο μόνος που είχε συμφέρον και δυνατότητα να το κάνει.
Οι Αμερικανοί
Το 1992 ο δημοσιογράφος-ερευνητής Φ. Οικονομίδης στο βιβλίο του «Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα», μετά από έρευνα που πραγματοποίησε σε αρχεία των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και σε ελληνικές πηγές, υποστήριξε σθεναρά την άποψη πως πίσω από τη δολοφονία κρύβονται οι Αμερικανοί «σε συνεργασία με τμήματα του ελληνικού και βρετανικού κατεστημένου». Ο συγγραφέας κατονομάζει ως οργανωτή της δολοφονίας του Πολκ τον αμερικανό συνταγματάρχη Χάρβει Σμιθ, στρατιωτικό ακόλουθο της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, ο οποίος ταξίδευσε με τον δημοσιογράφο από την Αθήνα και τον έπεισε να καταλύσει στο ξενοδοχείο «Αστόρια» της Θεσσαλονίκης (και όχι στο «Κοσμοπολίτ», όπως εκείνος είχε αρχικώς σχεδιάσει), το οποίο εκείνη την περίοδο αποτελούσε το κύριο κατάλυμα Ελλήνων και Αμερικανών αξιωματικών και φυλάσσονταν νυχθημερόν από άντρες της ΕΣΑ.
Κατά τον Φ. Οικονομίδη, οι κύριοι λόγοι της δολοφονίας είναι τέσσερις: Πρώτον «στις αρχές του 1948 η αμερικανική ηγεσία προσδιόρισε την Ελλάδα του εμφυλίου πολέμου σαν τον ‘πειραματικό σωλήνα’ (test tube) όπου θα μπορούσε να επωασθεί και ν’ αναπτυχθεί ένα παγκόσμιο αντικομμουνιστικό μοντέλο (…). Το αμερικανικό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο αποφάσισε να ρίξει όλο του το βάρος στον ελληνικόν εμφύλιο πόλεμο, με αποκλειστικό στόχο την με κάθε θυσία νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων. Αυτή η νίκη θ’ αποτελούσε την πρώτη επίδειξη δύναμης των ΗΠΑ στο μεταπολεμικό κόσμο και σαφή προειδοποίηση προς το κομμουνιστικό στρατόπεδο (…) Αντιθέτως, ο Τζορτζ Πολκ επεδίωκε την προώθηση μιας ειρηνικής διευθέτησης του ελληνικού προβλήματος (σ.σ.: μια συνέντευξη του Μ. Βαφειάδη στο CBS -που άκουγαν περίπου 25 εκ. ακροατές- με προτάσεις «ειρήνευσης και συμφιλιώσεως» είναι πιθανό να γινόταν ευνοϊκά δεκτή από την κοινή γνώμη και το Κογκρέσο στις ΗΠΑ, κάτι που θα δυσχέραινε τα σχέδια της αμερικανικής κυβέρνησης). Δεύτερον, «και το αντίπαλο σοβιετικό στρατόπεδο επικέντρωνε, για διαφορετικούς λόγους, την προσοχή του πάνω στις ελληνικές εξελίξεις, έτσι που η Ελλάδα έμπαινε στο στόχαστρο της παγκόσμιας προσοχής». Τρίτον, «η Θεσσαλονίκη ήταν η πρωτεύουσα (…) μιας μεγάλης περιοχής που συνόρευε με τρεις διαφορετικές χώρες του σοβιετικού μπλοκ, τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία. (…) Η Β. Ελλάδα ήταν το κρίσιμο σημείο μιας ενδεχόμενης γενικευμένης ένοπλης σύγκρουσης στα Βαλκάνια, αλλά και το μεγάλης στρατηγικής σημασίας γεωγραφικό σημείο για τη διείσδυση και ανάπτυξη της προπαγάνδας ενός αμερικανικού δικτύου με κατεύθυνση τις ‘Λαϊκές Δημοκρατίες’ των Βαλκανίων. Αλλά η περιοχή της Β. Ελλάδας ήταν την ίδια στιγμή και το ασθενές σημείο της δυτικής επιρροής, γιατί είχε μια μεγάλης έκτασης συνοριακή γραμμή, που σε περίπτωση πολέμου δεν θα μπορούσε να κρατηθεί εύκολα». Και τέταρτον, επειδή «εδώ ήταν και το πιο πρόσφορο σημείο (…) να δοθεί ένα υποδειγματικό, παραδειγματικό και προειδοποιητικό χτύπημα προς το δημοσιογραφικό κόσμο, εκείνον τουλάχιστον που αρνείτο να ακολουθήσει τη νέα αμερικανική παγκόσμια πολιτική του ψυχρού πολέμου στη Σοβιετική Ένωση».
Έλληνες παρακρατικοί
Η βραβευμένη Αμερικανίδα δημοσιογράφος Κάτι Μόρτον (Kati Marton), εξέδωσε το 1990 το βιβλίο «The Polk Conspiracy», στο οποίο επικαλούμενη απόρρητα έγγραφα της CIA, του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών και του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, υποστηρίζει πως φυσικός αυτουργός της δολοφονίας ήταν ένας παρακρατικός από τον Πειραιά και ηθικός αυτουργός ο τότε υπουργός Εξωτερικών και αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος Κωνσταντίνος Τσαλδάρης.
Σύμφωνα με αυτό το «σενάριο», λίγο καιρό πριν από τη δολοφονία του, ο Πολκ έλαβε ένα ανώνυμο γράμμα από υπάλληλο της αμερικανικής τράπεζας Chase National Bank στο οποίο υπήρχαν στοιχεία πως ο Τσαλδάρης υπεξαιρούσε χρήματα της αμερικανικής βοήθειας και τα τοποθετούσε σε προσωπικό του λογαριασμό στην εν λόγω Τράπεζα. Ο Πολκ συνάντησε τον Τσαλδάρη και του ανέφερε το θέμα, λέγοντάς του πως τυχόν αποκάλυψη του θέματος θα του στερούσε την εξουσία, ενώ σχετικές αναφορές (χωρίς να κατονομάζει το πρόσωπο) είχε κάνει και σε συναδέλφους του. Τότε, δόθηκε εντολή στον Πειραιώτη Μιχάλη Κουρτέση να ανέβει στην Θεσσαλονίκη και με τη σύμπραξη κάποιου ντόπιου εκτελεστή να δολοφονήσει τον Αμερικανό δημοσιογράφο.
Για να στηρίξει την άποψή της, η Κ. Μόρτον επικαλείται στοιχεία από την έκθεση που συνέταξε το 1952 ο αμερικανός αντισμήναρχος (ελληνικής καταγωγής) Τζέιμς Κέλις, βοηθός του συμβούλου της «επιτροπής Λίπμαν» Γ. Ντόνοβαν. Ο Τζ. Κέλις είχε εργαστεί στην υπόθεση για περίπου 45 ημέρες (τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1948), διάστημα στο οποίο όπως σημειώνει ο ίδιος «συμπλήρωσα μια λίστα με 10 υπόπτους. Σ΄ αυτή τη λίστα υπήρχαν μερικοί αξιωματούχοι της ελληνικής κυβέρνησης». Η Μόρτον σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις της δήλωσε πως στη λίστα αυτήν βρισκόταν και το όνομα του Τσαλδάρη, ενώ υποστηρίζει -όπως και αρκετοί άλλοι μελετητές- ότι όταν ο Τζ. Κέλις έφτασε κοντά στην αλήθεια, τότε ο προϊστάμενός του Γ. Ντόνοβαν φρόντισε να τον απομακρύνει.
Ακόμα, την εκδοχή που υποστηρίζει η Μόρτον ενισχύει και η μεταγενέστερη μαρτυρία της συζύγου του Πολκ, Ρ. Κοκκώνη, η οποία αναφέρει πως ο άνδρας της είχε ανησυχίες μετά τη συνάντησή του με τον Τσαλδάρη και ότι συχνά δεχόταν απειλές από «δεξιούς».
Στη δράση Ελλήνων, παρακρατικών και μη, καθώς και Αμερικανών αξιωματούχων στην Ελλάδα, που έκαναν λαθρεμπόριο προϊόντων τα οποία προέρχονταν από την αμερικανική βοήθεια, αποδίδουν τη δολοφονία του Πολκ και οι συγγραφείς Ηλ. Βλάντον και Ζ. Μέτγκερ στο βιβλίο τους «Who killed George Polk?» Χωρίς να αποκλείουν άλλες πιθανές εκδοχές, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι ο Πολκ είχε ανακαλύψει αρκετά στοιχεία για το κύκλωμα αυτό, άλλωστε σε πολλές ανταποκρίσεις του από την Ελλάδα είχε κάνει λόγο για «διεφθαρμένους κυβερνητικούς αξιωματούχους, που κλέβουν ασύστολα τη βοήθεια που στέλνουν οι Αμερικανοί στον ελληνικό λαό (…)» Έτσι, ανέβηκε στην Θεσσαλονίκη προκειμένου να αναζητήσει και να συναντήσει κάποιους από τους παρακρατικούς αυτούς (σ.σ.: στην εκδοχή αυτή, η επιθυμία του για μια συνέντευξη με τον Μ. Βαφειάδη, είχε περάσει σε εκείνη τη φάση σε δεύτερη μοίρα) κι όταν τους βρήκε εκείνοι τον πήγαν στην ταβέρνα «Πίνδος» στην περιοχή της Νέας Κρήνης. Ιδιοκτήτης της ταβέρνας ήταν ο Ζήσης Νίκτσας, μικροαπατεώνας και παλαιότερα καταχραστής δημοσίου χρήματος, ο οποίος ήταν ενταγμένος σε μια παρακρατική ομάδα και κυκλοφορούσε σχεδόν πάντα ένοπλος. Σύμφωνα με το «σενάριο» αυτό, οι παρακρατικοί πρόσφεραν στον Πολκ γεύμα από αστακό και μπιζέλια (στην περιοχή υπήρχαν πολλοί αστακοί, που αποδεδειγμένα δεν έλειπαν από το «μενού» της ταβέρνας) και όταν κατάλαβαν πόσα γνώριζε σχετικά τον δολοφόνησαν, μετέφεραν το πτώμα του με μια βάρκα στα ανοικτά του λιμανιού και εκεί το πέταξαν στη θάλασσα. Δεν είναι βέβαιο ότι τον φόνο διέπραξε ο Νίκτσας, ωστόσο ήταν σίγουρα συνεργός. Κατόπιν, οι δολοφόνοι ενημέρωσαν την τοπική ηγεσία της Χωροφυλακής (με την οποία είχαν στενούς δεσμούς), η οποία βρήκε την ευκαιρία να «στήσει» τη θεωρία των κομμουνιστών δραστών. Πριν την αποκάλυψη του πτώματος, το δωμάτιο του Πολκ παραβιάστηκε, κλάπηκαν χαρτιά, έγγραφα και φάκελοι με σημειώσεις του για το θέμα του λαθρεμπορίου, ενώ πλαστογραφήθηκε και η υπογραφή του σε επιστολή που φέρεται να ετοιμαζόταν να στείλει στους προϊσταμένους στο CBS (εμφανίστηκε, αργότερα, κατά τη διάρκεια της δίκης), στην οποία υποτίθεται πως δήλωνε την επιθυμία του να πάει «στο βουνό» για να συναντήσει τον Μ. Βαφειάδη.
Μέση Ανατολή και Σοβιετικοί
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο σκηνοθέτης Γρ. Γρηγοράτος πραγματοποίησε (με συνεργάτες) έρευνα 2,5 ετών για τις ανάγκες της ταινίας-ντοκιμαντέρ του «Ο φάκελος Πολκ στον αέρα». Στην ταινία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται το στοιχείο πως ίσως ο Πολκ δολοφονήθηκε από πράκτορες κάποιας άλλης δύναμης (όχι Βρετανούς ή Αμερικανούς, δηλαδή) εξαιτίας ενός βιβλίου (με τίτλο: «Το μωσαϊκό της Μέσης Ανατολής») που ετοίμαζε για την περιοχή (και τα πετρέλαια) της Μέσης Ανατολής -ο Πολκ προτού έρθει στην Ελλάδα, κάλυπτε το θέμα της πετρελαϊκής διαμάχης στο χώρο του Ιράν και αργότερα τον πόλεμο μεταξύ Ισραηλινών και Αράβων- και στο οποίο (φέρεται ότι) θα έκανε σημαντικές αποκαλύψεις.
Ακόμα, ο Στ. Ξύδης, καθηγητής στο Hunter College του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, σε άρθρο του στο περιοδικό «Southern Europe (L’ Europe du Sud)» (τομ. 2, αριθ. 2 [1975]), διατυπώνει την (εξαιρετικά δύσκολο να τεκμηριωθεί) άποψη πως τον Πολκ δολοφόνησε πράγματι ο Κόουτ, ώστε να εκτεθούν οι Αμερικανοί, μόνο που ο Κόουτ ήταν στην πραγματικότητα πράκτορας των Σοβιετικών και στενός συνεργάτης του επίσης διπλού πράκτορα Βρετανού Κιμ Φίλμπι, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τον συντάκτη του άρθρου, το σχέδιο εξυφάνθηκε στην Κωνσταντινούπολη (ο Φίλμπι είχε συναντήσει εκεί τον Πολκ σε κάποιο από τα ταξίδια του δεύτερου) και εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη, ώστε οι Σοβιετικοί να εκθέσουν ταυτόχρονα τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς!
Περισσότεροι παράγοντες
Τέλος, μια άποψη που έχει διατυπωθεί από ορισμένους ερευνητές και κυρίως τον Έντμουντ Κήλυ στο βιβλίο του «Φόνος στον Θερμαϊκό» κάνει λόγο για τη συνέργεια περισσότερων του ενός παραγόντων στη διάπραξη του εγκλήματος. Χωρίς να γίνεται σαφής αναφορά στον ενδεχόμενο δράστη, ο Εντ. Κήλυ γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτό που φαίνεται να συνέβη στην υπόθεση Πολκ είναι ότι άνθρωποι (σ.σ.: κυβερνητικοί αξιωματούχοι της Ελλάδας, αστυνομικοί, Έλληνες και ξένοι στρατιωτικοί, διπλωμάτες, μυστικές υπηρεσίες, ανεξάρτητοι ερευνητές κ.α.) από διαφορετικές χώρες (σ.σ.: την Ελλάδα, τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία), ταγμένοι αντικομμουνιστές κι επίσης ένθερμοι υποστηρικτές της μυστικής δράσης (…), συνεργάστηκαν την κατάλληλη στιγμή για να προωθήσουν, στο όνομα του συλλογικού εθνικού συμφέροντος, μια λύση που καταστρώθηκε μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια κρυφά (…) και η οποία επέβαλε μια καθολική συμφωνία ότι δεν αρκούσε ο πρόθυμος παραμερισμός της καχυποψίας για να σταθεί η λύση, αλλά επιπλέον απαιτούσε και τον πρόθυμο παραγνωρισμό των ατομικών δικαιωμάτων και έναν συνεργάσιμο Τύπο για να επιβληθεί (…) Τι ήταν αυτό που επέτρεψε στις ανομοιογενείς αυτές αρχές να συνεργαστούν τελικά στην προώθηση μιας απεχθούς λύσης σε ένα προβληματικό έγκλημα και μετά να κουκουλώσουν αυτή τη λύση, ώστε να παραμείνει λίγο-πολύ συγκαλυμμένη επί χρόνια; (…) Μέρος της απάντησης πρέπει να είναι το γεγονός ότι οι τρεις χώρες είχαν μια κοινή αντίληψη περί εθνικού συμφέροντος απέναντι σε έναν κοινό εχθρό. (…) Ένα άλλο μέρος της απάντησης (…) έγκειται στη σύγκλιση των προκατειλημμένων και μεροληπτικών απόψεων που εισήγαγαν στην υπόθεση Πολκ οι διάφορες υπηρεσίες. Από την ελληνική πλευρά, οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες ταύτιζαν τον πατριωτισμό με τον αντικομμουνισμό (…)˙ από την αμερικανική πλευρά, με ανάλογο τρόπο, οι περισσότεροι αξιωματούχοι ταύτιζαν το εθνικό τους συμφέρον με τον αντικομμουνισμό (…). Και ο ψυχρός πόλεμος είχε αρχίσει, εδώ και λίγο καιρό, να επηρεάζει και τους βρετανούς με συναφή τρόπο, αν και στο εσωτερικό τους μέτωπο υπήρχε ίσως μεγαλύτερος διχασμός (…)».
Επίλογος
Στη μνήμη του Τζ. Πολκ, ήδη από το 1949 το Long Island University στη Νέα Υόρκη καθιέρωσε τα ομώνυμα δημοσιογραφικά βραβεία (George Polk Award), τα οποία θεωρούνται από τα σημαντικότερα του είδους τους στις ΗΠΑ και με τα οποία έχουν βραβευτεί μερικοί από τους σπουδαιότερους αμερικανούς δημοσιογράφους του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου.
Σήμερα, η υπόθεση παραμένει ουσιαστικώς ανοικτή. Παρά τα στοιχεία που έχουν έρθει, εν τω μεταξύ, στο φως, καμιά θεωρία δεν δείχνει ακαταμάχητη, έστω κι αν κάποιες από αυτές μοιάζει να πλησιάζουν περισσότερο στην αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση, η «υπόθεση Πολκ» αποτελεί στις μέρες μας ένα από τα μεγαλύτερα (πολιτικά και ποινικά) αινίγματα του μεταπολεμικού κόσμου.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. Γρηγόρης Στακτόπουλος: ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΛΚ – Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΑ (δεύτερη έκδοση), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988
2. Κώστας Χατζηαργύρης: Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΛΚ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, εκδ. Ειρήνη, Αθήνα 1988
3. Kati Marton: THE POLK CONSPIRACY (MURDER AND COVER-UP IN THE CASE OF CBS NEWS CORRESPONDENT GEORGE POLK), εκδ. Farrar, Straus & Giroux, ΗΠΑ 1990
4. Έντμουντ Κήλυ: ΦΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΘΕΡΜΑΪΚΟ (ΥΠΑΤΟΙ, ΠΡΑΙΤΩΡΕΣ ΚΑΙ ΤΥΠΟΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΛΚ), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1991
5. Φοίβος Οικονομίδης: ΠΟΛΕΜΟΣ, ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ, εκδ. Ορφέας, Αθήνα 1992
6. Κώστας Παπαϊωάννου: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ (ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ’48) – ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΖΩΡΤΖ ΠΟΛΚ, εκδ. Το Ποντίκι, Αθήνα 1993
7. Elias Vlanton with Zak Mettger: WHO KILLED GEORGE POLK? THE PRESS COVERS UP A DEATH IN THE FAMILY, εκδ. Temple University Press, Φιλαδέλφεια (ΗΠΑ) 1996
"Σήμερα, 63 χρόνια μετά και παρά την επίσημη «διαλεύκανση» της υπόθεσης, ήδη από το 1949, όλες οι εκδοχές για τους δράστες του (πολιτικού) εγκλήματος παραμένουν ανοικτές…
Γύρω στις 9 το πρωί της Κυριακής 16 Μαΐου 1948, ο λεμβούχος Λάμπρος Αντώναρος βγήκε με τη βάρκα του στα ανοικτά του κόλπου της Θεσσαλονίκης για ψάρεμα. Ενώ βρισκόταν περίπου 500 μέτρα από τον Λευκό Πύργο (μπροστά στο κέντρο «Τριανόν») είδε έκπληκτος ένα θέαμα που τον άφησε εμβρόντητο: επρόκειτο για το πτώμα νεαρού άνδρα, που έπλεε στη θάλασσα με εμφανή σημάδια αποσύνθεσης. Με τη βάρκα του μετέφερε το πτώμα στην προβλήτα και κάλεσε το λιμενικό. Όπως σημειώνεται στην έκθεση αυτοψίας «το πτώμα επαρουσίαζεν όψιν αποσυνθέσεως» ενώ «τα κάτω και τα άνω άκρα αυτού ήταν προσδεδεμένα αλλήλων δια σχοινιού». Αλλά το πλέον σοβαρό εύρημα ήταν πως το θύμα «έφερεν τραύμα εις το οπίσθιον μέρος της κεφαλής επενεχθέντος δια πυροβόλου όπλου». Πάνω στο πτώμα βρέθηκε η ταυτότητά του: επρόκειτο για τον 34χρονο Αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Πολκ (George Polk), ανταποκριτή του ειδησεογραφικού οργανισμού CBS (Columbia Broadcasting System), ο οποίος είχε εξαφανιστεί μία εβδομάδα νωρίτερα από το ξενοδοχείο της πόλης «Αστόρια» όπου διέμενε.
Ο Λευκός Πύργος και η προκυμαία, στα ανοικτά της οποίας βρέθηκε το πτώμα του Τζορτζ Πολκ
O Πολκ -βετεράνος πιλότος του αμερικανικού ναυτικού κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου- είχε προσληφθεί το 1946 από το CBS για να καλύπτει το χώρο της Μέσης Ανατολής. Τον ίδιο χρόνο πρωτοήλθε στην Αθήνα, στην οποία εγκαταστάθηκε οριστικώς τον Ιανουάριο του 1947. Ως τον Μάιο του 1948 ταξίδευε συχνά στην Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και την Παλαιστίνη, αλλά και στο εσωτερικό της Ελλάδας. Σε κάθε περιοχή διέθετε έναν συνεργάτη και στην Αθήνα αυτός ήταν ο Κώστας Χατζηαργύρης, ένας αριστερός δημοσιογράφος, ανταποκριτής της εφημερίδας «Christian Science Monitor», που διατηρούσε επαφές με τους σοβιετικούς στην ελληνική πρωτεύουσα (από τους πρώτους «υπόπτους» στην υπόθεση). Παράλληλα, σε κάποιο από τα ταξίδια του γνώρισε την νεαρή ελληνίδα αεροσυνοδό της ΤΑΕ -τον πρόδρομο της «Ολυμπιακής Αεροπορίας»- Ρέα Κοκκώνη, την οποία λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκε.
Ο Τζ. Πολκ μπροστά στο μικρόφωνο του CBS
Από εκείνη τη στιγμή τα ίχνη του Πολκ χάθηκαν. Τη Δευτέρα 10 Μαΐου, η διεύθυνση του ξενοδοχείου ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές για την εξαφάνιση, ενώ στις 12 Μαΐου στην πόλη έφτασε η σύζυγός του Ρέα, φανερά ανήσυχη από την εξέλιξη αυτή και αργότερα ο αδελφός του Γουίλιαμ.
Αμέσως μετά την ανακάλυψη του πτώματος βρέθηκαν στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι του CBS Ουίν. Μπερνέτ και Τζ. Σεκοντάρι, καθώς και ο στρατηγός Γ. Ντόνοβαν πρώην διευθυντής της OSS (η μυστική υπηρεσία πληροφοριών των ΗΠΑ πριν από τη σύσταση της CIA), ειδικός ερευνητής-σύμβουλος μιας επιτροπής της αμερικανικής «Ένωσης Συγγραφέων – Δημοσιογράφων Εξωτερικού» (OWA) με πρόεδρο τον Γ. Λίπμαν («επιτροπή Λίπμαν»).
Ο Στακτόπουλος
Τρεις μήνες μετά τη δολοφονία, στις 14 Αυγούστου, ο Στακτόπουλος συνελήφθη ως ο βασικός ύποπτος για τη δολοφονία του Πολκ. Ο Έλληνας δημοσιογράφος -ο οποίος είχε κομμουνιστικό παρελθόν και είχε σπουδάσει στο αμερικανικό κολέγιο «Ανατόλια» της πόλης- θεωρήθηκε ως ο άνθρωπος που έστησε την «παγίδα θανάτου» στον Αμερικανό συνάδελφό του. Υπό την πίεση της ανάκρισης, ψυχικών και σωματικών βασανιστηρίων αλλά και για να αποφύγει τη θανατική ποινή, ο Στακτόπουλος έκανε δύο ομολογίες παραδεχόμενος την ανάμειξή του στο έγκλημα. Δύο μέρες μετά, συνελήφθη ως συνεργός και η μητέρα του, Άννα Στακτοπούλου, η οποία φερόταν να είναι η αποστολέας φακέλου που απευθυνόταν «προς το 3ο Αστυνομικό Τμήμα» και περιείχε τη δημοσιογραφική ταυτότητα του Πολκ και ένα διαφημιστικό φυλλάδιο της «Panamerican Airways».
Το θύμα της σκευωρίας στην υπόθεση Πολκ, δημοσιογράφος Γρηγόρης Στακτόπουλος
Ο υπουργός Δημόσιας Τάκης Κ. Ρέντης (στο μέσον) ανακοινώνει στους δημοσιογράφους το πόρισμα των αστυνομικών ερευνών (Κυβερνείο Θεσσαλονίκης, 17 Οκτωβρίου 1948)
Ο Βαγγέλης Βασβανάς, συνεργός στη δολοφονία, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή και την απόφαση του δικαστηρίου
Ο έτερος των συνεργών σύμφωνα με το κατηγορητήριο, Αδάμ Μουζενίδης, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε.
Το κλίμα της εποχής
Η υπόθεση Πολκ αποτελεί ένα πραγματικό φαινόμενο στα διεθνή ποινικά χρονικά, καθώς πέρα από την επίσημη «λύση Στακτόπουλου», έχουν διατυπωθεί, κατά καιρούς, επτά, τουλάχιστον, εκδοχές για την ταυτότητα των δραστών της δολοφονίας και τα κίνητρά τους. Για την κατανόηση των ποικίλων παραμέτρων της υπόθεσης, σκόπιμο θα ήταν να υπενθυμίσουμε συνοπτικά το πολιτικό περιβάλλον και το διεθνές κλίμα εκείνης της περιόδου.
Ήδη από τον Μάρτιο του 1947 είχε εξαγγελθεί το «δόγμα Τρούμαν» με το οποίο η Ελλάδα είχε περάσει από τη βρετανική στην αμερικανική κηδεμονία. Στο πλαίσιο του δόγματος, οι Η.Π.Α. διέθεσαν συνολικά ως οικονομική βοήθεια το ποσό των 300 εκατ. δολ., που στην Ελλάδα διαχειριζόταν η «Αμερικανική Αποστολή Βοηθείας προς την Ελλάδα» (AMAG). Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στην κρισιμότερη φάση του και οι στρατιωτική αναμέτρηση έδειχνε ακόμα σχετικά αμφίρροπη. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της κυβέρνησης του Θ. Σοφούλη (που ουσιαστικά καθοδηγούνταν από αμερικανούς αξιωματικούς υπό τον στρατηγό Βαν Φλητ) είχαν «περιοριστεί» στις μεγάλες πόλεις και η Θεσσαλονίκη βρισκόταν πολύ κοντά στο θέατρο των επιχειρήσεων στη βόρεια Ελλάδα, ένα σημαντικό μέρος της οποίας κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός. Ταυτοχρόνως, στο διεθνές πεδίο, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται το αντικομμουνιστικό, ψυχροπολεμικό κλίμα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Σοβιετική Ένωση και η Ελλάδα, είτε βάσει σχεδίου είτε τυχαίως, αποτελούσε το πρώτο πεδίο εφαρμογής της στρατηγικής του.
Το ξενοδοχείο «Αστόρια», όπου κατέλυσε ο Τζ. Πολκ στο μοιραίο ταξίδι του στην Θεσσαλονίκη
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, έρευνες σε ελληνικά, αμερικανικά, βρετανικά και άλλα αρχεία, καταθέσεις Αμερικανών, Βρετανών και Ελλήνων πολιτών, δεκάδες βιβλία Ελλήνων και ξένων ερευνητών, τρεις κινηματογραφικές ταινίες («Κιέριον» του Δ. Θέου – 1966, «Υπόθεση Πολκ» του Αγ. Μάλλιαρη – 1978 και “Ο φάκελος Πολκ στον αέρα” του Γρ. Γρηγοράτου – 1987) και εκατοντάδες δημοσιεύματα στον παγκόσμιο Τύπο προσκόμισαν νέα στοιχεία, που κατονόμαζαν τους δράστες σε διαφορετικούς και ποικίλους πολιτικούς, κοινωνικούς και «επαγγελματικούς» χώρους.
Οι Βρετανοί και η Intelligence Service
Η πιο διαδεδομένη εκδοχή, μετά την αποκάλυψη της σκευωρίας σε βάρος του Στακτόπουλου, είναι πως οι οργανωτές και οι δράστες της δολοφονίας είναι Βρετανοί. Κύριος υποστηρικτής της ήταν ο δημοσιογράφος Κ. Χατζηαργύρης, ο οποίος στο βιβλίο του «Η υπόθεση Πολκ – Ο ρόλος των ξένων υπηρεσιών στην Ελλάδα» αναφέρει ότι «η παξ μπριτάνικα κατέρρεε τότε στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Άγγλοι είχαν διωχτή από την Ελλάδα και την Τουρκία. Έβλεπαν πως στόχος των Αμερικανών ήταν το πετρέλαιο. Φυσικά, ήταν αντικομμουνιστές και οι δύο. Μα είχαν και τις πολύ έντονες διαφορές τους, (…) που τότε, το 1948, προκάλεσαν δύο μυστηριώδεις φόνους, περίπου ταυτόχρονα, του Ουάσον στην Ιερουσαλήμ, του Πολκ στη Θεσσαλονίκη. Φόνους υπολογισμένους να φέρουν δυσκολίες σ’ όλους, τους αμερικανούς, την επίσημη Ελλάδα, μα και το σοσιαλιστικό κόσμο επίσης, που τότε οι σχέσεις του με την Αγγλία ήταν εξαιρετικά τεταμένες».
Ο δημοσιογράφος και συνεργάτης του Τζ. Πολκ, Κώστας Χατζηαργύρης
Επιπλέον, σημαντικά ερωτηματικά αφήνει το γεγονός πως ο Κόουτ έφυγε αιφνιδιαστικά από τη Θεσσαλονίκη στις 13 Μαΐου (δηλαδή, πριν από την αποκάλυψη του πτώματος του Πολκ) και αργότερα μετατέθηκε στο Όσλο της Νορβηγίας, ενώ μετά την αναχώρησή του από την πόλη το γραφείο πληροφοριών του βρετανικού προξενείου έκλεισε και έκτοτε δεν λειτούργησε ποτέ ξανά.
Ο Ρ. Κόουτ, οργανωτής της δολοφονίας του Tζ. Πολκ, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή
Οι Αμερικανοί
Το 1992 ο δημοσιογράφος-ερευνητής Φ. Οικονομίδης στο βιβλίο του «Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα», μετά από έρευνα που πραγματοποίησε σε αρχεία των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και σε ελληνικές πηγές, υποστήριξε σθεναρά την άποψη πως πίσω από τη δολοφονία κρύβονται οι Αμερικανοί «σε συνεργασία με τμήματα του ελληνικού και βρετανικού κατεστημένου». Ο συγγραφέας κατονομάζει ως οργανωτή της δολοφονίας του Πολκ τον αμερικανό συνταγματάρχη Χάρβει Σμιθ, στρατιωτικό ακόλουθο της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, ο οποίος ταξίδευσε με τον δημοσιογράφο από την Αθήνα και τον έπεισε να καταλύσει στο ξενοδοχείο «Αστόρια» της Θεσσαλονίκης (και όχι στο «Κοσμοπολίτ», όπως εκείνος είχε αρχικώς σχεδιάσει), το οποίο εκείνη την περίοδο αποτελούσε το κύριο κατάλυμα Ελλήνων και Αμερικανών αξιωματικών και φυλάσσονταν νυχθημερόν από άντρες της ΕΣΑ.
Ο στρατηγός Γουίλιαμ Ντόνοβαν (στο μέσον), γνωστός και ως «Άγριος Μπιλ» και ο διοικητής της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης Νίκος Μουσχουντής (δεξιά), οι οποίοι, σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές, απέκρυψαν στοιχεία για τους πραγματικούς ενόχους και κατασκεύασαν τη θεωρία περί κομμουνιστών δραστών
Έλληνες παρακρατικοί
Η βραβευμένη Αμερικανίδα δημοσιογράφος Κάτι Μόρτον (Kati Marton), εξέδωσε το 1990 το βιβλίο «The Polk Conspiracy», στο οποίο επικαλούμενη απόρρητα έγγραφα της CIA, του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών και του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, υποστηρίζει πως φυσικός αυτουργός της δολοφονίας ήταν ένας παρακρατικός από τον Πειραιά και ηθικός αυτουργός ο τότε υπουργός Εξωτερικών και αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος Κωνσταντίνος Τσαλδάρης.
Σύμφωνα με αυτό το «σενάριο», λίγο καιρό πριν από τη δολοφονία του, ο Πολκ έλαβε ένα ανώνυμο γράμμα από υπάλληλο της αμερικανικής τράπεζας Chase National Bank στο οποίο υπήρχαν στοιχεία πως ο Τσαλδάρης υπεξαιρούσε χρήματα της αμερικανικής βοήθειας και τα τοποθετούσε σε προσωπικό του λογαριασμό στην εν λόγω Τράπεζα. Ο Πολκ συνάντησε τον Τσαλδάρη και του ανέφερε το θέμα, λέγοντάς του πως τυχόν αποκάλυψη του θέματος θα του στερούσε την εξουσία, ενώ σχετικές αναφορές (χωρίς να κατονομάζει το πρόσωπο) είχε κάνει και σε συναδέλφους του. Τότε, δόθηκε εντολή στον Πειραιώτη Μιχάλη Κουρτέση να ανέβει στην Θεσσαλονίκη και με τη σύμπραξη κάποιου ντόπιου εκτελεστή να δολοφονήσει τον Αμερικανό δημοσιογράφο.
Για να στηρίξει την άποψή της, η Κ. Μόρτον επικαλείται στοιχεία από την έκθεση που συνέταξε το 1952 ο αμερικανός αντισμήναρχος (ελληνικής καταγωγής) Τζέιμς Κέλις, βοηθός του συμβούλου της «επιτροπής Λίπμαν» Γ. Ντόνοβαν. Ο Τζ. Κέλις είχε εργαστεί στην υπόθεση για περίπου 45 ημέρες (τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1948), διάστημα στο οποίο όπως σημειώνει ο ίδιος «συμπλήρωσα μια λίστα με 10 υπόπτους. Σ΄ αυτή τη λίστα υπήρχαν μερικοί αξιωματούχοι της ελληνικής κυβέρνησης». Η Μόρτον σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις της δήλωσε πως στη λίστα αυτήν βρισκόταν και το όνομα του Τσαλδάρη, ενώ υποστηρίζει -όπως και αρκετοί άλλοι μελετητές- ότι όταν ο Τζ. Κέλις έφτασε κοντά στην αλήθεια, τότε ο προϊστάμενός του Γ. Ντόνοβαν φρόντισε να τον απομακρύνει.
Ο Κ. Τσαλδάρης (δεύτερος από δεξιά) σε φωτογραφία του 1947. Δίπλα του, η σύζυγός του Ναντίν και στο άκρο αριστερά ο νεαρός τότε βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος Κων. Καραμανλής
Στη δράση Ελλήνων, παρακρατικών και μη, καθώς και Αμερικανών αξιωματούχων στην Ελλάδα, που έκαναν λαθρεμπόριο προϊόντων τα οποία προέρχονταν από την αμερικανική βοήθεια, αποδίδουν τη δολοφονία του Πολκ και οι συγγραφείς Ηλ. Βλάντον και Ζ. Μέτγκερ στο βιβλίο τους «Who killed George Polk?» Χωρίς να αποκλείουν άλλες πιθανές εκδοχές, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι ο Πολκ είχε ανακαλύψει αρκετά στοιχεία για το κύκλωμα αυτό, άλλωστε σε πολλές ανταποκρίσεις του από την Ελλάδα είχε κάνει λόγο για «διεφθαρμένους κυβερνητικούς αξιωματούχους, που κλέβουν ασύστολα τη βοήθεια που στέλνουν οι Αμερικανοί στον ελληνικό λαό (…)» Έτσι, ανέβηκε στην Θεσσαλονίκη προκειμένου να αναζητήσει και να συναντήσει κάποιους από τους παρακρατικούς αυτούς (σ.σ.: στην εκδοχή αυτή, η επιθυμία του για μια συνέντευξη με τον Μ. Βαφειάδη, είχε περάσει σε εκείνη τη φάση σε δεύτερη μοίρα) κι όταν τους βρήκε εκείνοι τον πήγαν στην ταβέρνα «Πίνδος» στην περιοχή της Νέας Κρήνης. Ιδιοκτήτης της ταβέρνας ήταν ο Ζήσης Νίκτσας, μικροαπατεώνας και παλαιότερα καταχραστής δημοσίου χρήματος, ο οποίος ήταν ενταγμένος σε μια παρακρατική ομάδα και κυκλοφορούσε σχεδόν πάντα ένοπλος. Σύμφωνα με το «σενάριο» αυτό, οι παρακρατικοί πρόσφεραν στον Πολκ γεύμα από αστακό και μπιζέλια (στην περιοχή υπήρχαν πολλοί αστακοί, που αποδεδειγμένα δεν έλειπαν από το «μενού» της ταβέρνας) και όταν κατάλαβαν πόσα γνώριζε σχετικά τον δολοφόνησαν, μετέφεραν το πτώμα του με μια βάρκα στα ανοικτά του λιμανιού και εκεί το πέταξαν στη θάλασσα. Δεν είναι βέβαιο ότι τον φόνο διέπραξε ο Νίκτσας, ωστόσο ήταν σίγουρα συνεργός. Κατόπιν, οι δολοφόνοι ενημέρωσαν την τοπική ηγεσία της Χωροφυλακής (με την οποία είχαν στενούς δεσμούς), η οποία βρήκε την ευκαιρία να «στήσει» τη θεωρία των κομμουνιστών δραστών. Πριν την αποκάλυψη του πτώματος, το δωμάτιο του Πολκ παραβιάστηκε, κλάπηκαν χαρτιά, έγγραφα και φάκελοι με σημειώσεις του για το θέμα του λαθρεμπορίου, ενώ πλαστογραφήθηκε και η υπογραφή του σε επιστολή που φέρεται να ετοιμαζόταν να στείλει στους προϊσταμένους στο CBS (εμφανίστηκε, αργότερα, κατά τη διάρκεια της δίκης), στην οποία υποτίθεται πως δήλωνε την επιθυμία του να πάει «στο βουνό» για να συναντήσει τον Μ. Βαφειάδη.
Μέση Ανατολή και Σοβιετικοί
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο σκηνοθέτης Γρ. Γρηγοράτος πραγματοποίησε (με συνεργάτες) έρευνα 2,5 ετών για τις ανάγκες της ταινίας-ντοκιμαντέρ του «Ο φάκελος Πολκ στον αέρα». Στην ταινία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται το στοιχείο πως ίσως ο Πολκ δολοφονήθηκε από πράκτορες κάποιας άλλης δύναμης (όχι Βρετανούς ή Αμερικανούς, δηλαδή) εξαιτίας ενός βιβλίου (με τίτλο: «Το μωσαϊκό της Μέσης Ανατολής») που ετοίμαζε για την περιοχή (και τα πετρέλαια) της Μέσης Ανατολής -ο Πολκ προτού έρθει στην Ελλάδα, κάλυπτε το θέμα της πετρελαϊκής διαμάχης στο χώρο του Ιράν και αργότερα τον πόλεμο μεταξύ Ισραηλινών και Αράβων- και στο οποίο (φέρεται ότι) θα έκανε σημαντικές αποκαλύψεις.
Ο Γρ. Στακτόπουλος και μητέρα του Άννα, κατά τη διάρκεια της δίκης τους
Περισσότεροι παράγοντες
Τέλος, μια άποψη που έχει διατυπωθεί από ορισμένους ερευνητές και κυρίως τον Έντμουντ Κήλυ στο βιβλίο του «Φόνος στον Θερμαϊκό» κάνει λόγο για τη συνέργεια περισσότερων του ενός παραγόντων στη διάπραξη του εγκλήματος. Χωρίς να γίνεται σαφής αναφορά στον ενδεχόμενο δράστη, ο Εντ. Κήλυ γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτό που φαίνεται να συνέβη στην υπόθεση Πολκ είναι ότι άνθρωποι (σ.σ.: κυβερνητικοί αξιωματούχοι της Ελλάδας, αστυνομικοί, Έλληνες και ξένοι στρατιωτικοί, διπλωμάτες, μυστικές υπηρεσίες, ανεξάρτητοι ερευνητές κ.α.) από διαφορετικές χώρες (σ.σ.: την Ελλάδα, τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία), ταγμένοι αντικομμουνιστές κι επίσης ένθερμοι υποστηρικτές της μυστικής δράσης (…), συνεργάστηκαν την κατάλληλη στιγμή για να προωθήσουν, στο όνομα του συλλογικού εθνικού συμφέροντος, μια λύση που καταστρώθηκε μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια κρυφά (…) και η οποία επέβαλε μια καθολική συμφωνία ότι δεν αρκούσε ο πρόθυμος παραμερισμός της καχυποψίας για να σταθεί η λύση, αλλά επιπλέον απαιτούσε και τον πρόθυμο παραγνωρισμό των ατομικών δικαιωμάτων και έναν συνεργάσιμο Τύπο για να επιβληθεί (…) Τι ήταν αυτό που επέτρεψε στις ανομοιογενείς αυτές αρχές να συνεργαστούν τελικά στην προώθηση μιας απεχθούς λύσης σε ένα προβληματικό έγκλημα και μετά να κουκουλώσουν αυτή τη λύση, ώστε να παραμείνει λίγο-πολύ συγκαλυμμένη επί χρόνια; (…) Μέρος της απάντησης πρέπει να είναι το γεγονός ότι οι τρεις χώρες είχαν μια κοινή αντίληψη περί εθνικού συμφέροντος απέναντι σε έναν κοινό εχθρό. (…) Ένα άλλο μέρος της απάντησης (…) έγκειται στη σύγκλιση των προκατειλημμένων και μεροληπτικών απόψεων που εισήγαγαν στην υπόθεση Πολκ οι διάφορες υπηρεσίες. Από την ελληνική πλευρά, οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες ταύτιζαν τον πατριωτισμό με τον αντικομμουνισμό (…)˙ από την αμερικανική πλευρά, με ανάλογο τρόπο, οι περισσότεροι αξιωματούχοι ταύτιζαν το εθνικό τους συμφέρον με τον αντικομμουνισμό (…). Και ο ψυχρός πόλεμος είχε αρχίσει, εδώ και λίγο καιρό, να επηρεάζει και τους βρετανούς με συναφή τρόπο, αν και στο εσωτερικό τους μέτωπο υπήρχε ίσως μεγαλύτερος διχασμός (…)».
Η Ρέα Πολκ (Κοκκώνη) περιμένει το φέρετρο του άντρα της, στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης
Στη μνήμη του Τζ. Πολκ, ήδη από το 1949 το Long Island University στη Νέα Υόρκη καθιέρωσε τα ομώνυμα δημοσιογραφικά βραβεία (George Polk Award), τα οποία θεωρούνται από τα σημαντικότερα του είδους τους στις ΗΠΑ και με τα οποία έχουν βραβευτεί μερικοί από τους σπουδαιότερους αμερικανούς δημοσιογράφους του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου.
Σήμερα, η υπόθεση παραμένει ουσιαστικώς ανοικτή. Παρά τα στοιχεία που έχουν έρθει, εν τω μεταξύ, στο φως, καμιά θεωρία δεν δείχνει ακαταμάχητη, έστω κι αν κάποιες από αυτές μοιάζει να πλησιάζουν περισσότερο στην αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση, η «υπόθεση Πολκ» αποτελεί στις μέρες μας ένα από τα μεγαλύτερα (πολιτικά και ποινικά) αινίγματα του μεταπολεμικού κόσμου.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. Γρηγόρης Στακτόπουλος: ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΛΚ – Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΑ (δεύτερη έκδοση), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988
2. Κώστας Χατζηαργύρης: Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΛΚ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, εκδ. Ειρήνη, Αθήνα 1988
3. Kati Marton: THE POLK CONSPIRACY (MURDER AND COVER-UP IN THE CASE OF CBS NEWS CORRESPONDENT GEORGE POLK), εκδ. Farrar, Straus & Giroux, ΗΠΑ 1990
4. Έντμουντ Κήλυ: ΦΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΘΕΡΜΑΪΚΟ (ΥΠΑΤΟΙ, ΠΡΑΙΤΩΡΕΣ ΚΑΙ ΤΥΠΟΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΛΚ), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1991
5. Φοίβος Οικονομίδης: ΠΟΛΕΜΟΣ, ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ, εκδ. Ορφέας, Αθήνα 1992
6. Κώστας Παπαϊωάννου: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ (ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ’48) – ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΖΩΡΤΖ ΠΟΛΚ, εκδ. Το Ποντίκι, Αθήνα 1993
7. Elias Vlanton with Zak Mettger: WHO KILLED GEORGE POLK? THE PRESS COVERS UP A DEATH IN THE FAMILY, εκδ. Temple University Press, Φιλαδέλφεια (ΗΠΑ) 1996
eglima.wordpress.com
Κάνε μια εγγραφη απο κάτω στο ricardo για να σου στέλνει απευθείας τις δημοπρασίες