«Η γενιά μας ζει την κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης»: αυτό δήλωσε πρόσφατα ο βρετανός ιστορικός Νιλ Φέργκιουσον
, χωρίς στην πραγματικότητα να αιφνιδιάσει κανέναν αφού είναι γνωστός ευρωσκεπτικιστής. Πολύ λιγότερο αναμενόμενη ήταν η πρόβλεψη ενός ανθρώπου που πιστεύει στην ευρωπαϊκή ιδέα, καθώς χρημάτισε μόνιμος αντιπρόσωπος της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1995 ως το 2000. «Έχουμε δει την κορύφωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», δήλωσε τις προάλλες ο βρετανός διπλωμάτης Σερ Στίβεν Ουολ. «Με λίγη τύχη, δεν θα προλάβω τον θάνατό της [ο Ουολ είναι 64 ετών]. Όμως είναι σαφές ότι πεθαίνει. Στο κάτω-κάτω, λίγοι θεσμοί κρατούν για πάντα».
Όπως επισημαίνει ο Μάρτιν Κετλ στην Γκάρντιαν, ο Ουολ ήταν ο σημαντικότερος φιλοευρωπαίος βρετανός διπλωμάτης της εποχής του. Έλαβε μέρος ως εκπρόσωπος της χώρας του στις σημαντικότερες διαπραγματεύσεις για τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Ήταν σύμβουλος του Τόνι Μπλερ. Κι έγραψε ένα βιβλίο που αρχίζει με τη φράση: «Είμαι πεισμένος ότι η ολόψυχη συμμετοχή στην ΕΕ είναι προς το εθνικό συμφέρον της Βρετανίας».
Το αξιοσημείωτο στην απαισιοδοξία του Ουολ είναι ότι δεν είναι πια αξιοσημείωτη. Οι συζητήσεις που γίνονται αυτόν τον καιρό στις Βρυξέλλες δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα ή την ευρωζώνη, αλλά το μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Ντέιβιντ Μάρκαντ, ένας φιλοευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης, παραφράζει στο καινούργιο του βιβλίο τον Λένιν γράφοντας ότι «η σημερινή πολιτική της Ευρώπης είναι ένα βήμα μπροστά και τρία πίσω».
Δεν είναι περίεργο ότι η συζήτηση γίνεται σε αυτούς τους τόνους, σημειώνει ο βρετανός αρθρογράφος. Η ελληνική κρίση δικαίωσε όσους έλεγαν ότι η χώρα αυτή δεν έπρεπε να γίνει ποτέ δεκτή στην ευρωζώνη. Όμως η κρίση αυτή αποκαλύπτει κάτι που θα είχε αποκαλυφθεί ούτως ή άλλως: την αποτυχία της γενιάς ευρωπαίων ηγετών όπως ο Χέλμουτ Κολ να στηρίξουν τη νομισματική ένωση με μια οικονομική και πολιτική ένωση.
Ο ίδιος ο Μάρτιν Κετλ έγραφε το 1997 ότι «δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια Ευρώπη όπου η Συνθήκη του Μάαστριχτ θα αντιμετωπίζεται σε ορισμένους τόπους (ίσως ακόμη και στη Γερμανία) όπως αντιμετωπιζόταν στο μεσοπόλεμο η Συνθήκη των Βερσαλλιών: ως η πηγή του προβλήματος, όχι η απάντηση σ’αυτό. Αν η προσπάθεια να ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις της σύγκλισης οδηγήσει στη διάλυση των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας από τα οποία εξαρτώνται οι φτωχοί, μπορεί να ξεσπάσουν λαϊκιστικές και εθνικιστικές αντιδράσεις σε οποιαδήποτε χώρα της Ένωσης».
Η δυναμική αυτή αποτελεί σήμερα πραγματικότητα. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο εξαιτίας της κρίσης χρέους της Ελλάδας. Η Ευρώπη την οποία ονειρεύονταν ο Ζαν Μονέ και ο Ζακ Ντελόρ υποχωρεί σε μια σειρά από μέτωπα.
Το μέτωπο του ευρώ είναι το πιο δραματικό. Εξίσου ισχυρή ένδειξη είναι όμως η κατάρρευση της Συνθήκης του Σένγκεν για την ελεύθερη μετακίνηση στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ίδια ώρα, η αδυναμία της Ευρώπης να χαράξει μια κοινή πολιτική στη Λιβύη, όπως είχε συμβεί παλιότερα στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, αποτελεί μια σαφή υποχώρηση.
Κάθε φορά που δύο παρατηρητές της Ευρώπης συζητούν αυτά τα πράγματα, συνήθως συμφωνούν στο ότι ο μόνος τρόπος να βγει η Ευρώπη από το αδιέξοδο είναι να καθιερώσει ένα ενιαίο φορολογικό καθεστώς, ένα ενιαίο τραπεζικό σύστημα και, πάνω απ’όλα, ένα ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης.
Τέτοιες συζητήσεις γίνονται αυτές τις ημέρες και στις Βρυξέλλες. Αλλά δεν θα οδηγήσουν πουθενά. Οι καιροί έχουν αλλάξει. Η γενιά του Ντελόρ έχει φύγει από τη σκηνή. Η εθνικιστική Δεξιά και οι παγκόσμιες αγορές ομολόγων νίκησαν. Οι διεθνιστές σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοδημοκράτες έχασαν. Το πραγματικό ερώτημα που τίθεται τώρα δεν είναι πώς θα συσφιχθούν ακόμη περισσότερο οι σχέσεις ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά πώς θα εξασφαλιστεί ότι η πιθανότατη διάλυση της ΕΕ θα γίνει με οργανωμένο και συγκροτημένο τρόπο. Ο στόχος είναι να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι πολέμου μεταξύ των κρατών, ή εθνικιστικών συγκρούσεων στο εσωτερικό τους. Άλλωστε γι’αυτό δημιουργήθηκε στην αρχή η Ευρωπαϊκή Ένωση.
(Πηγή: The Guardian)