Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Τέλος στην ενοχλητική υπεριδρωσία

Ριζική αντιμετώπιση με ελάχιστα επεμβατική θωρακοσκοπική μέθοδο.



Γράφει ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Σ. ΚΩΤΟΥΛΑΣ, καρδιο-θωρακοχειρουργός.

Η υπεριδρωσία είναι η παθολογική κατάσταση αυξημένης έως υπερβολικής εφίδρωσης, που συναντάται τουλάχιστον στο 1-1,5% του πληθυσμού και «προσβάλλει» εξίσου και τα δύο φύλα, ενώ ξεκινά κυρίως κατά τη δεύτερη ή τρίτη δεκαετία της ζωής μας.

Η αιτία δημιουργίας της υπεριδρωσίας φαίνεται να είναι η υπερδραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Βέβαια, υπάρχουν και καταστάσεις στις οποίες η υπεριδρωσία είναι αποτέλεσμα άλλης νόσου, οπότε τότε την ονομάζουμε και δευτεροπαθή.

Ανάλογα με το πού εντοπίζεται, μπορεί να είναι εστιακή ή σε όλο το σώμα. Οι περιοχές του σώματος που συνηθέστερα εστιακά προσβάλλονται είναι οι παλάμες, οι μασχάλες και σπανιότερα το πρόσωπο. Χαρακτηριστικό της παρουσίας αυξημένου ιδρώτα στις περιοχές αυτές είναι ότι μπορεί να είναι αποτέλεσμα καταστάσεων στρες, αλλά συνήθως δεν υπάρχει κάποιο ερέθισμα που να το προκαλεί. Αποτέλεσμα των καταστάσεων αυτών είναι σημαντικές δυσμενείς ψυχολογικές, κοινωνικές ή επαγγελματικές επιπτώσεις. Πολλά άτομα αισθάνονται μειονεκτικά όταν είναι υποχρεωμένα να κάνουν χειραψία με έντονα υγρές παλάμες, γι' αυτό αποφεύγουν τις κοινωνικές συναναστροφές ή ακόμα μπορεί να αλλάξουν επάγγελμα. Η συναισθηματική φόρτιση μπορεί να επιτείνει την υπεριδρωσία.

Κάθε διαταραχή της εφίδρωσης καλό είναι να διερευνάται. Ο γιατρός θα συστήσει εργαστηριακό έλεγχο εφόσον υποπτευθεί ότι είναι δευτεροπαθής. Για την εστιακή διαταραχή ωστόσο δεν απαιτείται ειδικός παρακλινικός έλεγχος (συνήθως γίνεται το τεστ αμύλου-ιωδίου του Minor, με το οποίο εντοπίζονται τα σημεία με αυξημένη παραγωγή ιδρώτα).

Στη δευτεροπαθή υπεριδρωσία αρκεί η θεραπεία του αιτίου της.

Στην εστιακή υπεριδρωσία η αντιμετώπιση περιλαμβάνει είτε γενικά μέτρα (ελαφρά ένδυση, δροσερό περιβάλλον, πρόσληψη υγρών) είτε ειδικά. Τα τελευταία μπορεί να περιλαμβάνουν τοπικά σκευάσματα με άλατα αλουμινίου, άλατα ζιρκονίου, φορμαλδεΰδη ή συστηματική αγωγή με αντιχολινεργικά, ανταγωνιστές ασβεστίου και ηρεμιστικά. Υπάρχουν ωστόσο και κάποιες επεμβατικές μέθοδοι όπως η ιοντοφόρηση, που γίνεται με εισαγωγή ιόντων στο δέρμα μέσω ηλεκτρικού ρεύματος για την απόφραξη των πόρων των ιδρωτοποιών αδένων στο επίπεδο της κερατίνης, οι ενέσεις βουτιλινικής τοξίνης (Botox-Α) που αναστέλλουν προσωρινά, για περίοδο μερικών μηνών, την απελευθέρωση της ακετυλοχολίνης και προκαλούν προσωρινή χημική απονεύρωση, ενώ τέλος περιγράφεται η χρήση laser στην εστιακή μασχαλιαία υπεριδρωσία.

Η μοναδική αντιμετώπιση που παρέχει πιθανότητες μακροχρόνιας μόνιμης θεραπείας είναι η χειρουργική θεραπεία. Η σύγχρονη χειρουργική αντιμετώπιση, η θωρακοσκοπική συμπαθεκτομή, αποσκοπεί είτε στην απομόνωση με την τοποθέτηση συνδετήρων, είτε με διατομή και διακοπή των δύο συμπαθητικών αλύσων που βρίσκονται μέσα στον θώρακα, εκατέρωθεν της σπονδυλικής στήλης, διαμέσου μικρών τομών στις δύο μασχάλες. Η προτεινόμενη απομόνωση της αλύσου γίνεται στο επίπεδο του δεύτερου θωρακικού σπονδύλου στις περιπτώσεις υπεριδρωσίας προσώπου, στο επίπεδο του τρίτου σπονδύλου στις περιπτώσεις των παλαμών και στο επίπεδο του τέταρτου για τις περιπτώσεις των μασχαλών. Η μέθοδος είναι ανώδυνη αφού γίνεται με ολιγόλεπτη γενική αναισθησία και με εξαιρετικό κοσμητικό αποτέλεσμα, αφού μόνο δύο μικρές οπές γίνονται στο δέρμα μεγέθους περίπου μισού πόντου η κάθε μία, ενώ η πλειονότητα των ασθενών εξέρχονται από το νοσοκομείο την ίδια ημέρα.

Τα αποτελέσματα αυτής της τεχνικής είναι πολύ ικανοποιητικά επί των αρρώστων που έχουν ως κύριο ενόχλημα υπεριδρωσία μόνον στις παλάμες ή μόνον στις μασχάλες ή σε αμφότερες αυτές τις ανατομικές περιοχές. Η εφίδρωση των παλαμών σταματάει αμέσως μετά την επέμβαση σε περίπου 90-95% και η υπεριδρωσία των μασχαλών σε περίπου 80-85% των ασθενών. Σε κλινικές έρευνες έχει αποδειχθεί ότι αυτός ο έλεγχος της υπεριδρωσίας είναι μακροχρόνιος και ότι οι περισσότεροι ασθενείς είναι πολύ ευχαριστημένοι.

Η πιθανότερη επιπλοκή της επέμβασης είναι η αντιρροπιστική υπεριδρωσία σε άλλο μέρος του σώματος, που μπορεί να συμβεί στους ασθενείς χωρίς όμως να είναι ενοχλητική. Φαίνεται ότι αυτή η παρατηρούμενη διαφορά στη συχνότητα της αντιρροπιστικής υπεριδρωσίας στις διάφορες μελέτες σχετίζεται με τη διαφορά στην εφαρμοζόμενη εγχειρητική τεχνική και στον τρόπο αξιολόγησης της αντιρροπιστικής υπεριδρωσίας. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι, παρά την εμφάνισή της, στη μέγιστη πλειονότητά τους οι άρρωστοι παραμένουν ικανοποιημένοι από την εγχείρηση και τονίζουν ότι η ποιότητα στη ζωή τους άλλαξε θεαματικά.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Sourta-ferta
"