Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Bruno Lüdke: δολοφόνος κατά συρροή ή κατά φαντασία;

Fritz Haarmann
Εισαγωγή
Η «χρυσή δεκαετία» του 1920 στη Γερμανία έχει ένα χαρακτηριστικό, εντελώς διαφορετικό από αυτά των άλλων χωρών της Ευρώπης
. Εκτός από την πολιτική αφύπνιση της κοινωνίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την προσπάθεια ανάπλασης των κατεστραμμένων από αυτόν χωρών, την ανάπτυξη της βιομηχανίας, των επιστημών και του πολιτισμού, η Γερμανία έχει να επιδείξει και κάτι ακόμα: μια μακριά λίστα από τους πιο σκληρούς και «παραγωγικούς» σειριακούς δολοφόνους. Αυτό το γεγονός δεν ήταν, βέβαια, τυχαίο.


Peter Kürten
Οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης, στους οποίους είχε επιδοθεί μεταπολεμικά η Γερμανία, καθώς και η βιομηχανική «έκρηξη», φέρνουν εκατοντάδες χιλιάδες γερμανούς από τα χωριά τους στις μεγάλες πόλεις, όπου η αναζήτηση δουλειάς είναι ευκολότερη υπόθεση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το πολιτικό χάος που επικρατεί στη χώρα, καθιστούν την εξαφάνιση κάποιου εύκολη και την επιτυχημένη αναζήτησή του σχεδόν αδύνατη. Ό,τι, δηλαδή, διευκολύνει έναν σειριακό δολοφόνο. Οι Fritz Haarman, Peter Kürten, Karl Denke, Karl Großman, Friedrich Schuman έδρασαν όλοι στη Γερμανία τη δεκαετία του ’20. Κι ακόμα ήταν και ο Bruno Lüdke.
Karl Denke

Ο Bruno Lüdke, που υποτίθεται ότι άρχισε την αιματηρή δράση του στα τέλη της δεκαετίας του ’20, τη συνέχισε και την περίοδο της κυριαρχίας των Ναζί, σε μια Γερμανία πιο αστυνομοκρατούμενη από ποτέ. Η παντοδύναμη ναζιστική αστυνομία δεν κατάφερε να τον συλλάβει παρά το 1943. Ο Lüdke αποτελεί μια περίπτωση που έχει, επί μακρόν, απασχολήσει εγκληματολόγους, ψυχιάτρους και την κοινή γνώμη. Θεωρήθηκε δολοφόνος πάνω από 80 ανθρώπων, κυρίως γυναικών, γεγονός που αργότερα αμφισβητήθηκε σφόδρα από αρκετούς εγκληματολόγους, που απέδωσαν την καταδίκη του σε σκευωρία της αστυνομίας, η οποία με τις βίαιες μεθόδους της απέσπασε την «ομολογία» του. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Karl Großman

Παιδική και νεανική ηλικία

Ο Bruno Lüdke γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1908, στο χωριό του Köpenick, κοντά στο Βερολίνο και ήταν το τέταρτο, από έξι, παιδί των Otto και Emma Lüdke. Οι γονείς του είχαν μια σχετικά ανθηρή επιχείρηση, ένα πλυντήριο/σιδερωτήριο στο χωριό, στο οποίο δούλευαν και οι δύο. Όλα τα παιδιά βοηθούσαν, όταν δεν ήταν απασχολημένα με τα μαθήματά τους.

Το 1914 ο Bruno γράφτηκε στο δημοτικό σχολείο του χωριού, όπου πολύ γρήγορα διαπιστώθηκε η μειωμένη διανοητική του αντίληψη. Είχε σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες, που δεν του επέτρεπαν να συμβαδίζει με τους συμμαθητές του. Το 1919, και πριν ολοκληρώσει την έκτη τάξη και αποφοιτήσει, ο Bruno αναγκάστηκε να διακόψει τη φοίτησή του στο δημοτικό σχολείο του Köpenick για να παρακολουθήσει μαθήματα σε ένα ειδικό σχολείο για παιδιά με μαθησιακά προβλήματα. Ολοκλήρωσε εκεί τις σπουδές του και το 1922, απόφοιτος δημοτικού σε ηλικία 14 ετών, άρχισε να δουλεύει κανονικά στην οικογενειακή επιχείρηση, για τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια.

Bruno Lüdke
Το 1937 ο Otto Lüdke πεθαίνει από καρκίνο του λάρυγγα και ο Bruno παίρνει τη θέση του στην παράδοση των πλυμμένων και σιδερωμένων ρούχων στα νοικοκυριά του Köpenick, οδηγώντας το κάρο της επιχείρησης που το έσερνε ένα άλογο. Για τις παραδόσεις αυτές η μητέρα του τον πλήρωνε με 50 πφένιχ την ημέρα ενώ, αν εργαζόταν Κυριακές, το ποσό διπλασιαζόταν.

Μικροπροβλήματα

Ο Bruno, σε καθημερινή βάση, κρατούσε λίγα από τα χρήματα, που πλήρωναν οι πελάτες για τις υπηρεσίες του πλυντηρίου, για τον εαυτό του, γεγονός που θύμωνε την πολύ αυστηρή μητέρα του και οι προστριβές ήταν συχνές. Καθώς κάπνιζε αρειμανίως, τα περισσότερα από τα χρήματά του ξοδεύονταν σε καπνό για την πίπα του και σε κανένα ποτήρι μπύρα. Αν και δεν είχε φίλους, οι κάτοικοι του χωριού τον συμπαθούσαν, τον θεωρούσαν καλόβολο και ήσυχο και καθόλου επικίνδυνο. Αναφέρονταν σ’ αυτόν ως «Χαζο-Μπρούνο» και ήταν μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες του Köpenick. Τα κορίτσια δεν έδειχνε να τον απασχολούν καθόλου, ούτε ποτέ είχε συζητήσει το ενδεχόμενο να παντρευτεί.

Ο Bruno με την αγαπημένη του πίπα.

Στις αρχές του 1938 γίνεται και η πρώτη «γνωριμία» του Bruno με την αστυνομία. Μετά από καταγγελία σε βάρος του για αδικαιολόγητη χρήση βίας στο άλογό του (χρησιμοποιούσε το μαστίγιο περισσότερο απ’ ότι θεωρούσαν επιτρεπτό), ο Bruno οδηγείται στο αστυνομικό τμήμα του χωριού, προκειμένου να εξακριβωθεί η ικανότητά του να εργάζεται ως οδηγός άμαξας. Είναι χαρακτηριστικές, για τη διανοητική του κατάσταση, οι απαντήσεις που έδωσε σε κάποιες από τις ερωτήσεις της δοκιμασίας.

Όταν του ζήτησαν να πει την αλφάβητο, ο Bruno κατάφερε να φτάσει μόνο μέχρι το ζ. Ήξερε ότι η ημέρα έχει 24 ώρες, δεν ήξερε όμως πόσα λεπτά έχει κάθε ώρα, ούτε πόσες ημέρες έχει ο χρόνος. Η διάγνωση; Ο Bruno Lüdke ήταν σωματικά υγιής αλλά με νοητική υστέρηση εκ γενετής. Αντιλαμβάνεται τον χρόνο, τον χώρο και τα πρόσωπα, αλλά αδυνατεί να γράψει, να κάνει αριθμητικούς υπολογισμούς ή να ανταποκριθεί σε απλές πνευματικές προκλήσεις. Εντούτοις, μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται ως οδηγός άμαξας.

Μέχρι εδώ όλα καλά. Όμως μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’30, με τον εθνικοσοσιαλισμό (για όλους τους υπόλοιπους, πλην των Γερμανών, ναζισμό) να βρίσκεται στο απόγειό του. Η γνωστή δυσανεξία των ναζί απέναντι στους ανθρώπους με νοητική υστέρηση, έχει ως αποτέλεσμα, τον Ιανουάριο του 1939, να εκδοθεί δικαστική απόφαση, σύμφωνα με την οποία ο Bruno θα έπρεπε να στειρωθεί, προκειμένου να διαφυλαχθεί η πνευματική υγεία της Αρίας Φυλής. Έτσι, στις 22 Μαΐου του 1940, υποβάλλεται σε στείρωση, σε ένα νοσοκομείο του Βερολίνου, για χάρη της ευγονικής.

Bruno Lüdke

Από το 1938 μέχρι το 1943, ο Bruno μπαινοβγαίνει στο αστυνομικό τμήμα και στα κρατητήρια για διάφορα μικροαδικήματα, κυρίως κλοπές. Το ποινικό του μητρώο δεν περιλαμβάνει απολύτως καμία πράξη βίας ή κάποιο σεξουαλικό έγκλημα. Αυτό που κυρίως κάνει ο Bruno, είναι να κλέβει ξύλα από τις αυλές των σπιτιών και να τα πουλά για να εξοικονομίσει λίγα χρήματα. Το γεγονός ότι τα μεταφέρει με την άμαξα του πλυντηρίου, όπου η επιγραφή «Πλυντήριο Lüdke» φιγουράρει με έντονα γράμματα στις πλευρές της άμαξας, καθώς και το γεγονός ότι πουλάει ξυλεία αξίας σχεδόν 200 μάρκων για μόλις 13, δείχνει την εγκληματική του διάνοια! Εντούτοις, αυτό δεν τον εμπόδισε να καταδικαστεί σε φυλάκιση τριών μηνών.

Ένα άλλο «ιδιοφυές» εγκληματικό έργο του Bruno, ήταν η «υπόθεση της πάπιας». Ο Bruno, το βραδάκι της 16ης Φεβρουαρίου του 1940, μπήκε στο Καφέ Φουκς του Köpenick έχοντας μια ψόφια πάπια κάτω από τη μασχάλη του, μέσα σε ένα σακκούλι, την οποία προσπάθησε να πουλήσει σε έναν από τους θαμώνες για 15 μάρκα. Για κακή του τύχη όμως, ανάμεσα στους πελάτες του Καφέ Φουκς, βρισκόταν και ένας αξιωματικός της αστυνομίας, ο οποίος κατέσχεσε την πάπια και οδήγησε τον Bruno στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί αποδείχτηκε ότι η πάπια είχε κλαπεί από το αγρόκτημα κάποιου ονόματι Skole, ο οποίος είχε ήδη καταγγείλει την κλοπή. Ο Bruno παρέμεινε στο κρατητήριο για πέντε εβδομάδες και μετά αφέθηκε ελεύθερος. Ένα μήνα αργότερα τον συνέλαβαν ξανά, ενώ προσπαθούσε να πουλήσει έναν ψόφιο κόκκορα σε ένα άλλο Καφέ!

Εδώ να κάνουμε μια παρένθεση και να πούμε ότι όλες τις φορές που ο Bruno οδηγήθηκε σε κρατητήριο ή φυλακή, αυτό έγινε χωρίς προηγουμένως να έχει παραπεμφθεί σε δίκη, για τον απλούστατο λόγο ότι το άρθρο 51 του γερμανικού ποινικού κώδικα απαγόρευε την προσαγωγή σε δίκη ατόμων με νοητική υστέρηση.

Μια δολοφονία και μία σύλληψη

Στις 31 Ιανουαρίου του 1943, μια παρέα παιδιών που έκανε βόλτα στο δάσος του Köpenick, ανακάλυψε το πτώμα της Frieda Rossner, μιας 59χρονης χήρας, γνωστής στην τοπική κοινωνία. Η γυναίκα είχε πεθάνει δύο ημέρες πριν, στραγγαλισμένη με την εσάρπα της. Είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά μετά θάνατο και είχε κλαπεί η τσάντα της, που περιείχε 1 μάρκο. Το πτώμα βρέθηκε σε μικρή απόσταση από το σπίτι του θύματος.


Αμέσως μετά την ανακάλυψη του πτώματος, το τοπικό αστυνομικό τμήμα ειδοποίησε την Αστυνομική Διεύθυνση Ανθρωποκτονιών του Βερολίνου. Σχηματίστηκε μία ομάδα από τρεις ντετέκτιβς, υπό την αρχηγία του Επιθεωρητή Heinz Franz. Τα άλλα δύο μέλη της «τρόικας» ήταν οι ντετέκτιβς Jachode και Mahnke. Το ίδιο απόγευμα η ομάδα από το Βερολίνο έφθασε στο Köpenick και επισκέφθηκε τον τόπο του εγκλήματος.

Πέρασαν σχεδόν δύο μήνες και η τριάδα των ντετέκτιβς είχε ανακρίνει πολλά άτομα ως υπόπτους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μέχρι που, ξαφνικά, στις 18 Μαρτίου του 1943 ο Franz συλλαμβάνει τον Bruno Lüdke. Γράφει ο ίδιος ο επιθεωρητής στην αναφορά του: «Στις 18 Μαρτίου του 1943 πληροφορηθήκαμε την ύπαρξη ενός εργάτη με πνευματική αναπηρία, του Bruno Lüdke, ο οποίος φαίνεται πως παρενοχλούσε τις γυναίκες του χωριού. Καθώς υποψιαστήκαμε ότι ο άνθρωπος αυτός μπορεί να γνώριζε κάτι παραπάνω για τον φόνο, τον πλησίασα και του έκανα κάποιες ερωτήσεις. Οι απαντήσεις του μου δημιούργησαν την εντύπωση ότι προφανώς γνώριζε περισσότερα από όσα έλεγε και τον συνέλαβα».

Έτσι, λοιπόν, ο Bruno συνελήφθη εξαιτίας της «εντύπωσης» που δημιούργησε στον Franz, χωρίς απολύτως καμία άλλη ένδειξη εναντίον του, ούτε καν υπόδειξη ή καταγγελία εις βάρος του από κάποιον κάτοικο του χωριού. Δεν είναι γνωστό τι ρώτησε ο Franz τον Bruno κατά την πρώτη αυτή ανάκριση αλλά, δεδομένης της πνευματικής κατάστασης του τελευταίου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι απαντήσεις του φάνηκαν παράξενες στον Franz, ο οποίος και ερμήνευσε αυτές τις «παράξενες» απαντήσεις με τρόπο που εξυπηρετούσαν τις έρευνές του.


Ο θυρεός της αστυνομίας του Ράιχ

Ομολογίες… ομολογίες

Τη σύλληψη του Bruno ακολούθησε ένας χείμαρρος ομολογιών! Παραδέχτηκε ότι, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αρκετών ετών, είχε βιάσει ή είχε αποπειραθεί να βιάσει πενήντα γυναίκες. Είναι περίεργο το ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα της κατάθεσής του, ουδέποτε εμφανίστηκε στην υπόθεσή του ξανά. Επίσης, την περίοδο που ο Bruno υποτίθεται ότι έκανε τους βιασμούς και τις απόπειρες, καμία σχετική καταγγελία δεν είχε γίνει από καμία γυναίκα.

Είναι πιθανόν αυτή η πρώτη ομολογία του Bruno, να θεωρήθηκε «άχρηστη» μετά την «ομολογία» του φόνου της Frieda Rossner, αλλά και εκείνων των Kathe Mundt, Bertha Schulz και του ζεύγους Umann. Ο Franz ισχυρίστηκε ότι πρώτη φορά άκουσε για αυτές τις δολοφονίες από το στόμα του Bruno, όμως η πραγματικότητα είναι ότι είχε ο ίδιος ανασύρει τους φακέλλους από το αρχείο της Διεύθυνσης Ανθρωποκτονιών του Βερολίνου (μαζί με άλλους, δολοφονιών που είχαν γίνει στην ευρύτερη περιοχή του Köpenick την τελευταία δεκαπενταετία). Στη συνέχεια, επικουρούμενος από την πνευματική σύγχιση στην οποία βρισκόταν ο Bruno, του εκμαίευσε τις «ομολογίες» με τρόπο αξιοθαύμαστο, χωρίς όμως να αποφύγει και κάποια λάθη. Για παράδειγμα, όταν ο Bruno «ομολόγησε» τις δολοφονίες του ζεύγους Umann, δεν είπε κουβέντα για τον φόνο της κ. Gutermann, που είχε διαπραχθεί μόλις δυο ημέρες πριν. Αρκετούς μήνες αργότερα, όταν ο Franz τον ρώτησε και γι αυτόν την υπόθεση (τον φάκελλο της οποίας είχε μόλις ανασύρει από το αρχείο), ο Bruno «θυμήθηκε» ότι είχε διαπράξει και αυτόν, χωρίς όμως να θυμάται καμία σχετική λεπτομέρεια, ούτε να αναγνωρίζει τον τόπο όπου υποτίθεται ότι είχε εγκληματίσει! Στην πραγματικότητα ο μόνος τόπος εγκλήματος, από όλους όσους του χρέωσαν, που γνώριζε καλά ήταν αυτός στο δάσος του Köpenick όπου βρέθηκε το πτώμα της Frieda Rossner. Κι αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο, αν αναλογιστούμε ότι ο Bruno επισκεπτόταν το σπίτι του θύματος δύο φορές την εβδομάδα, για να παραλάβει τα άπλυτα και να παραδώσει τα πλυμμένα ρούχα.

Ο ταλαίπωρος Bruno δεν ήταν σε θέση να δώσει καμία πληροφορία για τους υπόλοιπους φόνους: δεν γνώριζε τα άτομα, δεν ήξερε πού μένουν, δεν είχε επισκεφθεί ποτέ τις περιοχές όπου βρέθηκαν τα πτώματα, δεν μπορούσε να ανακαλέσει από τη μνήμη του καμία λεπτομέρεια σχετική με τα εγκλήματα. Εντούτοις, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για την ευκολία με την οποία ομολόγησε αυτούς τους έξι πρώτους φόνους. Και μια αρκετά πειστική υπόθεση είναι η πνευματική υγεία του Bruno σε συνδυασμό με τις «ανακριτικές μεθόδους» του Franz και της ομάδας του: η σωματική βία, η τρομοκρατία, οι καθοδηγητικές ερωτήσεις και η χειραγώγηση του τρομοκρατημένου Bruno από τον έμπειρο Επιθεωρητή, έφεραν το επιθυμητό, από τον Franz, αποτέλεσμα: είχε ένοχο!


Ο Bruno Lüdke ομολόγησε συνολικά 51 φόνους. Ο Franz είχε βρει το τέλειο θύμα να του φορτώσει όχι μόνο τις άλυτες υποθέσεις δολοφονιών στην περιοχή του Βερολίνου, αλλά και σε ολόκληρη τη Γερμανία! Έτσι ο Bruno ομολόγησε 20 φόνους στο Βερολίνο και τα γύρω χωριά και 31 σε όλη την υπόλοιπη χώρα.

Η ανακριτική μέθοδος που ακολουθούσε ο Franz ήταν, πάνω-κάτω, η ίδια: μια νέα υπόθεση φόνου έμπαινε στη «συζήτηση» από το πουθενά και, συνήθως, η πρώτη ερώτηση ήταν αν ο Bruno είχε επισκεφτεί ποτέ ένα συγκεκριμένο μέρος. Η πρώτη, αυθόρμητη απάντησή του ήταν «όχι» για να καταλήξει, μετά από αρκετή ώρα και πολλές ερωτήσεις, σε κατάφαση. Σε άλλες περιπτώσεις, ο Bruno οδηγούταν σε κάποιο τόπο εγκλήματος για αναπαράσταση και η ανάκριση γινόταν εκεί. Και πάλι, σε καμία περίπτωση, δεν έδειξε να αναγνωρίζει το μέρος. Όμως αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα για τον Franz: αρκείται να συμπληρώνει αυτός τις «λεπτομέρειες» που λείπουν στην τελική αναφορά του και στην «ομολογία» του Bruno. Σήμερα μπορούμε, χωρίς κανέναν ενδοιασμό να πούμε, ότι οι αναφορές του Franz, αναφορικά με την επίλυση όλων αυτών των εγκλημάτων και την ενοχή του Bruno Lüdke είναι απολύτως κατασκευασμένες.

Lüdke και Franz

Τριάντα χρόνια πριν ο Nils Bejerot δώσει όνομα σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», στο Βερολίνο ο Bruno είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τον Franz. Ο Επιθεωρητής ήταν το μοναδικό άτομο που ανέκρινε τον Bruno, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ένας στενός δεσμός μεταξύ τους, τουλάχιστον από την πλευρά του Bruno, ο οποίος έφτασε στο σημείο να δείχνει απεριόριστη εμπιστοσύνη στον ανακριτή του και να θεωρεί ότι ήταν το μοναδικό πρόσωπο στο οποίο μπορούσε να βασίζεται. Ο Franz αυτό το ήξερε πολύ καλά.


O Bruno Lüdke με τον Heinz Franz, σε μία από τις 'αναπαραστάσεις'.

Ο Επιθεωρητής είχε αντιληφθεί από την πρώτη στιγμή την πνευματική αδυναμία του Bruno και γνώριζε πως, με τους κατάλληλους χειρισμούς, θα μπορούσε να τον κάνει να ομολογήσει το οτιδήποτε. Γρήγορα αντιλήφθηκε πως οι επιθετικοί και βίαιοι χειρισμοί δεν έφερναν αποτέλεσμα, αντίθετα με την ήρεμη και γλυκειά – σχεδόν φιλική – προσέγγιση. Από την άλλη μεριά ο Bruno ένοιωθε ασφαλής, λόγω του άρθρου 51 του γερμανικού ποινικού κώδικα. Γνωρίζοντας, λοιπόν, πως δεν επρόκειτο να δικαστεί και, επομένως, να καταδικαστεί για καμία από τις δολοφονίες, δεν έβρισκε κανένα λόγο να μην ικανοποιήσει τον Franz. Πίστευε πως αν έλεγε στον Επιθεωρητή ό,τι ήθελε ν’ ακούσει, μέχρι τα Χριστούγεννα θα είχε επιστρέψει στο σπίτι και τη δουλειά του.

Και ήταν και η δόξα ή, τουλάχιστον, αυτό που φαινόταν δόξα στο μυαλό του Bruno: ταξίδευε σε όλη τη Γερμανία (επισκεπτόμενος τις διάφορες τοποθεσίες εγκλημάτων, τα οποία κατέληγε πάντα να ομολογήσει), όλος ο κόσμος μιλούσε γι αυτόν, είχε τον Επιθεωρητή «του» να του κάνει όλα τα χατήρια, να του προσφέρει φαγητό, να του αγοράζει τσιγάρα, να μην βαριέται ποτέ να «συζητάει» μαζί του. Ο Bruno ένοιωθε ευτυχισμένος!

Μπορεί ο Bruno να ήταν μειωμένης αντίληψης, όμως δεν ήταν εντελώς ανίκανος διανοητικά. Μετά από λίγο καιρό είχε καταλάβει ποιες ερωτήσεις έπρεπε να κάνει στον Franz, προκειμένου να δώσει την απάντηση που ήθελε ν’ ακούσει ο Επιθεωρητής. Όπως προκύπτει από τα επίσημα αρχεία, όταν ο Bruno δεν ήταν σίγουρος για το τι έπρεπε να απαντήσει χρησιμοποιούσε τεχνάσματα όπως «έχω το όνομα της πόλης στην άκρη της γλώσσας μου, αλλά μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή» ή «πρέπει να έκλεψα και κάτι άλλο από το θύμα αλλά δεν θυμάμαι τι ακριβώς» κ.λ.π., με τον Franz πάντα πρόθυμο να συμπληρώνει τα κενά!

Συνεχίζεται
eglima.wordpress.com
"