Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Αδελφές Wardlaw: Οι κυρίες με τα μαύρα

Εισαγωγή
Το απομεσήμερο της 29ης Νοεμβρίου του 1909, στο East Orange της Κομητείας του Essex ήταν γλυκό, παρά το προχωρημένο της εποχής. Το τηλέφωνο στο γραφείο του σερίφη Timothy Caniff χτύπησε και μια απαλή φωνή ηλικιωμένης γυναίκας ανέφερε ένα «ατύχημα», έδωσε τη διεύθυνση μιας κατοικίας και ζήτησε ιατροδικαστή. Καθώς η Κομητεία δεν διέθετε τέτοια ειδικότητα, ο σερίφης κάλεσε ότι κοντινότερο υπήρχε σε αυτή: τον παθολόγο Dr. Herbert M. Simmons, το ιατρείο του οποίου απείχε μόλις τρία τετράγωνα από τη διεύθυνση του ατυχήματος. Φτάνοντας εκεί –και πριν προλάβει να χτυπήσει την εξώπορτα- τον υποδέχτηκε μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα και με το πρόσωπο καλυμμένο από πυκνό βέλο. Ο έκπληκτος γιατρός την άκουσε να του συστήνεται με προφορά των νότιων πολιτειών, ως Virginia Wardlaw.

Dr. Herbert M. Simmons

Την ακολούθησε στο εσωτερικό του σπιτιού και ανέβηκαν στον δεύτερο όροφο. Ο γιατρός πρόλαβε να παρατηρήσει την παντελή έλλειψη επίπλων και τη χαρακτηριστική μυρωδιά που αναδύουν τα σπίτια που έχουν παραμείνει κλειστά για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που τον εξέπληξε. Μπήκαν στο λουτρό, όπου και αντίκρισε τον λόγο για τον οποίο τον είχαν καλέσει. Στη μπανιέρα βρισκόταν το γυμνό και άψυχο σώμα μιας νέας, όμορφης γυναίκας. Τα ρούχα της, βρίσκονταν σε έναν σωρό στο πάτωμα, με ένα σημείωμα καρφιτσωμένο επάνω τους. Έγραφε:

«Πέρυσι πέθανε η μικρή μου κόρη. Πρόσωπα αγαπημένα μου είχαν χαθεί πριν από αυτή. Ταλαιπωρούμαι από την αρρώστια για πολύ καιρό. Όταν θα διαβάζετε αυτό το σημείωμα, θα έχω αυτοκτονήσει. Μη με θρηνήσετε. Ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ευλογημένη απαλλαγή από τον πόνο και τα δάκρυα, που είχαν γίνει αβάσταχτα για μένα. – O.W.M. Snead»

Η γυναίκα με τα μαύρα δήλωσε στον γιατρό πως το πτώμα ανήκε στην ανηψιά της Ocey Snead και επιβεβαίωσε όσα έγραφε το σημείωμα, προσθέτοντας πως η νεαρή γυναίκα είχε και ένα αγοράκι, ηλικίας μόλις τεσσάρων μηνών, το οποίο βρισκόταν σε νοσοκομείο του Μπρούκλυν, και είχε χηρέψει πριν από επτά μήνες. Είπε ακόμη πως είχαν πρόσφατα μετακομίσει σε εκείνο το σπίτι, στο οποίο συγκατοικούσαν.

Οι υποψίες κατέκλυσαν τον γιατρό. Η Ocey Snead είχε πεθάνει τουλάχιστον ένα 24ωρο πριν, και η θεία της δεν μπόρεσε να δώσει καμιά λογική και αληθοφανή εξήγηση γιατί δεν είχε ανακαλύψει το πτώμα της κοπέλας νωρίτερα. Εξάλλου η όλη εμφάνιση του σπιτιού έδειχνε οίκημα στο οποίο δεν κατοικούσε κανείς. Έτσι, έσπευσε να καταγγείλει το γεγονός στην αστυνομία, κίνηση που θα πυροδοτούσε μια σειρά αλυσιδωτών γεγονότων, τα οποία θα αποκάλυπταν μια από τις πιο περίεργες υποθέσεις στα εγκληματολογικά χρονικά του New Jersey.

Το σπίτι στον αρ. 89 της North 14th Street, όπου πέθανε η Ocey

Οι αδελφές Wardlaw
Η οικογένεια Wardlaw ήταν πάντα λίγο παράξενη. Τουλάχιστον αυτό υποστήριζαν οι γείτονες. Ήταν μια παλιά οικογένεια, πιστή στις παραδόσεις, με ρίζες που έφταναν μέχρι τους πρώτους αποίκους που δημιούργησαν τη σημερινή Αμερική και –σύμφωνα με κάποιες πηγές- πήγαιναν ακόμη πιο πίσω, στην κατοχή της Αγγλίας από τους Νορμανδούς, το 1066. Πολλοί από την οικογένεια είχαν αναδειχτεί σε επιφανή μέλη της κοινωνίας: δικαστές, κυβερνήτες, κληρικοί και στρατιωτικοί.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο John B. Wardlaw, δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νότιας Καρολίνας, και η σύζυγός του Martha Eliza με τα έξι παιδιά τους, ζούσαν στο Τενεσή. Ήταν μια επιφανής οικογένεια του αμερικανικού νότου, και, ήταν εμφανές, πως είχαν γνωρίσει καλύτερες μέρες. Οικονομικά η οικογένεια δεν είχε καταφέρει να ανακάμψει, μετά την ολοσχερή καταστροφή της κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, και την ψυχολογική της κατάρρευση που η απώλεια της περιουσίας είχε προκαλέσει.

Οι τρεις μεγαλύτερες κόρες της οικογένειας, η Mary, η Caroline και η Virginia, είχαν γεννηθεί λίγο πριν χαθεί για πάντα η οικογενειακή περιουσία και μεγάλωσαν με το όνειρο να καταφέρουν να ζήσουν τις ένδοξες μέρες του παρελθόντος. Και τα τρία κορίτσια έλαβαν εξαιρετική μόρφωση και έγιναν δασκάλες. H Caroline δίδασκε σε ιδιωτικά και δημόσια σχολεία στη Νέα Υόρκη, καθώς και η Mary. Η Virginia δίδασκε σε ένα ιδιωτικό σχολείο στο Τενεσή και απέκτησε φήμη για τις προοδευτικές της μεθόδους διδασκαλίας. Η Caroline και η Mary παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένειες, ενώ η Virginia έμεινε ανύπαντρη.

Caroline Wardlaw Martin

Με την πάροδο των χρόνων, περίεργοι θάνατοι άρχισαν να συμβαίνουν στις οικογένειες των τριών αδελφών. Η Caroline Wardlaw παντρεύτηκε τον John Martin, και απόκτησαν δυο παιδιά, τον John το νεώτερο και την Oceana (Ocey). Ο γιος της Caroline έπεσε από τη σκάλα και σκοτώθηκε. Καθώς ήταν ασφαλισμένος, η οικογένεια εισέπραξε το ποσό των 22.000 δολαρίων και μετακόμισε στο Μανχάταν. Λίγο αργότερα και ο άντρας της Caroline έχασε τη ζωή του, κάτω από επίσης παράξενες συνθήκες. Μετά από έναν εκκωφαντικό θόρυβο που ανησύχησε τους γείτονες, οι οποίοι και έσπευσαν να δουν τι είχε συμβεί, η Caroline βρέθηκε να είναι γονατισμένη πάνω από το άψυχο σώμα του άνδρα της, ενώ η μικρή Ocey κλαψούριζε σε μια γωνιά. Καθώς το τρομοκρατημένο παιδί προσπάθησε να πει κάτι στους γείτονες, η μητέρα της την διέταξε να σωπάσει, ρίχνοντάς της ένα αυστηρό βλέμμα και λέγοντάς της μια και μοναδική λέξη: «Θυμήσου».

Η Caroline εισέπραξε την αποζημίωση για το θάνατο του συζύγου της από την ασφαλιστική και, μαζί με την Ocey, επέστρεψαν στο Τενεσή, όπου πήγαν να μείνουν μαζί με τη Virginia, που διηύθυνε ένα τοπικό σχολείο θηλέων, από το 1892.

Mary Wardlaw Snead

Η τρίτη αδελφή, η Mary, βρισκόταν ήδη εκεί και εργαζόταν στο ίδιο σχολείο. Η Mary είχε κι εκείνη χηρέψει από τον Fletcher Tilman Snead, και είχε μείνει με τους δυο γιους της, Albert Wardlaw Snead και Fletcher Wardlaw Snead. Το σχολείο των αδελφών Wardlaw θεωρούταν ένα από τα καλύτερα της περιοχής, με εξαιρετικό πρόγραμμα σπουδών και λαμπρά αποτελέσματα. Ταυτόχρονα ήταν και μια ανθηρή, οικονομικά, επιχείρηση.

Albert Wardlaw Snead

Ριζικές αλλαγές
Η Caroline και η Ocey έφτασαν στο Τενεσή το 1901 και αμέσως η Caroline άρχισε να διδάσκει στο σχολείο. Σιγά-σιγά ανέλαβε τη διοίκησή του, παραμερίζοντας τις δυο αδελφές της. Άνθρωποι που γνώριζαν τις τρεις γυναίκες έλεγαν πως η Caroline ασκούσε μια –σχεδόν- υπνωτιστική εξουσία πάνω στις αδελφές της. Ο αυταρχικός της χαρακτήρας, η περίεργη προσωπικότητά της και η αυστηρότητα, ενίοτε και σκληράδα, που επιφύλασσε για τις μαθήτριές της, κατέστησαν το σχολείο λιγότερο δημοφιλές και, χρόνο με το χρόνο, οι εγγραφές μαθητριών μειώνονταν δραστικά. Μαζί τους μειώνονταν και τα έσοδα, με αποτέλεσμα οι διάφοροι προμηθευτές του σχολείου να μένουν απλήρωτοι και οι λογαριασμοί σε εκκρεμότητα να συσσωρεύονται.

Ήταν την ίδια εποχή που οι τρεις αδελφές άρχισαν να ντύνονται με ολόμαυρα, ρούχα πένθους και να καλύπτουν τα πρόσωπά τους με πυκνά βέλα. Οι μαρτυρίες του υπηρετικού προσωπικού και των μαθητριών της σχολής υπήρξαν αποκαλυπτικές. Μιλούσαν για τρεις γυναίκες που είχαν αναπτύξει εντελώς αντικοινωνική και περίεργη συμπεριφορά, που έψελναν διαρκώς ύμνους, που τριγύριζαν στο σχολείο με τα νυχτικά τους και που αγρυπνούσαν τις νύχτες. Η είσοδος στο σπίτι τους ήταν απαγορευμένη σε όλους, τα παραθυρόφυλλα έμεναν πάντα κλειστά και τα φώτα χαμηλωμένα. Οι τρεις γυναίκες κυκλοφορούσαν μόνο νύχτα και πάντα ντυμένες στα μαύρα, βουτηγμένες σε ένα διαρκές πένθος. Κανείς, όμως, δεν ήξερε αν ήταν για όλους όσοι είχαν πεθάνει ή για όσους επρόκειτο να πεθάνουν.

Σε αυτό το σπίτι, ανάμεσα στις τρεις μαυροφορεμένες γυναίκες, μεγάλωνε η Ocey. Όταν έγινε γνωστό πως η μητέρα της την είχε ασφαλίσει για 15.000 δολάρια, ο κόσμος άρχισε να πιστεύει πως η μικρή ήταν καταδικασμένη. Καθώς οι μαθητές συνέχισαν να αποχωρούν από το σχολείο ομαδικά, η ιδιοκτήτρια απέλυσε τις αδελφές Wardlaw, οι οποίες κατευθύνθηκαν στην πολιτεία της Virginia, στο Christianburg. Εκεί ανέλαβαν τη διεύθυνση του σχολείου μιας υπέργηρης θείας τους και τα όσα ακολούθησαν ήταν ακόμη πιο τρομακτικά από εκείνα που είχαν συμβεί στο Τενεσή.

Θάνατος στην οικογένεια
Η Caroline ανέλαβε, και πάλι, τα ηνία. Επέμεινε ο μεγαλύτερος γιος της Mary, Albert, ήδη παντρεμένος και δάσκαλος στο Lynnville του Τενεσή, να αφήσει τη δουλειά του και να πάει να διδάξει στο σχολείο τους. Για τον πείσει τον επισκέφτηκε η ίδια στο Λύνβιλ και φιλοξενήθηκε σπίτι του για ένα διάστημα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της η γυναίκα του John αρρώστησε βαριά και οδηγήθηκε, ετοιμοθάνατη σχεδόν, σε ένα σανατόριο. Η πίεση και η επιρροή της Caroline στον Albert ήταν τέτοια, που ο νεαρός εγκατέλειψε τη γυναίκα του και πήγε να μείνει με τη μητέρα και τις θείες του.

Η Caroline άρχισε να διαδίδει πως ο ανηψιός της είχε βαθύτατα καταθλιβεί από την ασθένεια της γυναίκας του και είχε αναπτύξει αυτοκτονικές τάσεις. Έχοντας ήδη κάνει δυο υποτιθέμενες απόπειρες, μια πηδώντας από ένα τραίνο στο οποίο συνταξίδευε με τη θεία του και μια βουτώντας σε ένα ανοιχτό φρεάτιο (πάλι η Caroline ήταν ανησυχητικά κοντά), φαίνεται να τα κατέφερε με την τρίτη, όταν οι άλλοι δάσκαλοι του σχολείου τον βρήκαν να κυλιέται στο πάτωμα μιας αίθουσας, τυλιγμένος στις φλόγες και με τα ρούχα ποτισμένα με κηροζίνη. Πέθανε τρεις ώρες αργότερα. Μετά το θάνατό του μαθεύτηκε πως είχε μια πολύ υψηλή ασφάλεια ζωής, τους δικαιούχους της οποίας είχε αλλάξει πολύ πρόσφατα. Στη θέση που υπήρχε το όνομα της συζύγου του, βρίσκονταν τα ονόματα των τριών αδελφών Wardlaw.

Και ένας γάμος
Λίγο καιρό μετά το θάνατο του John, η Caroline επισκέφτηκε τον άλλο της ανηψιό, τον Fletcher και τον έφερε στο Christianburg, όπου τον πάντρεψαν, βιαστικά, με την Ocey, αν και ήταν πρώτα ξαδέλφια. Να σημειώσουμε εδώ πως ο γάμος μεταξύ πρώτων εξαδέλφων ήταν απόλυτα νόμιμος στον αμερικανικό νότο της εποχής. Και τα δύο παιδιά ήταν ασφαλισμένα για μεγάλα ποσά.
Fletcher Wardlaw Snead

Στο μεταξύ, οι παράξενες συνήθειες των τριών αδελφών είχαν γίνει το κυρίαρχο θέμα συζήτησης στην πόλη. Η περίεργη εμφάνισή τους ενθάρρυνε τα κουτσομπολιά και άρχισαν να τις βαραίνουν υποψίες για οτιδήποτε περίεργο ή κακό συνέβαινε στην πόλη και τους κατοίκους της. Οι μανάδες τρόμαζαν τα ανυπάκουα παιδιά τους με τις «γυναίκες με τα μαύρα» και οι γείτονες απέφευγαν τη συναναστροφή μαζί τους. Εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν κυρίως νύχτα και να επισκέπτονται συχνά το νεκροταφείο. Ήταν αναμενόμενο τα φανταστικά γεγονότα να προστεθούν στα πραγματικά και η δεισιδαιμονία των κατοίκων της μικρής πόλης να τυλίξει σαν μαύρος μανδύας τις αδελφές Wardlaw.

Η μοίρα του σχολείου τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Όπως και στο προηγούμενο, η συμπεριφορά τους έδιωξε τους περισσότερους μαθητές. Τα χαμίνια του πόλης έκαναν συχνά επιδρομές στο «στοιχειωμένο» σχολείο, προκαλώντας φθορές, για να αποδείξουν την ανδρεία τους. Οι απλήρωτοι λογαριασμοί άρχισαν ξανά να στοιβάζονται στο γραφείο της Caroline.

Η Ocey και ο Fletcher απόκτησαν δυο παιδιά. Τη Mary Alberta και τον David Pollock. Λίγους μήνες πριν τη γέννηση του David, ο Fletcher έφυγε στον Καναδά, προς αναζήτηση δουλειάς. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, η Caroline είπε στην κόρη της πως ο άνδρας της είχε πεθάνει στον Καναδά. Ο Fletcher, βέβαια, ήταν απολύτως καλά στην υγεία του και έστελνε τακτικά γράμματα στη γυναίκα του, τα οποία δεν έφταναν ποτέ στα χέρια της. Επίσης ήταν σε διαρκή επικοινωνία με τη μητέρα και τις θείες του.

Με το χάος που είχε δημιουργηθεί στο σχολείο, οι τρεις αδελφές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Κρίστιανμπεργκ και τους πιστωτές τους. Μετοίκισαν στο Νιου Τζέρσυ, με την εγκυμονούσα Ocey και την κόρη της.

Η ασθένεια της Ocey
Μετά την αναχώρηση του Fletcher για τον Καναδά και τον υποτιθέμενο θάνατό του, η υγεία της Ocey άρχισε να φθίνει. Η εγκυμοσύνη φαινόταν να την εξουθενώνει και ο γιατρός που κάλεσαν για να τη δει, ο Dr William Pettit, τη βρήκε να πάσχει από κατάθλιψη, γενική αδυναμία και υποσιτισμό. Όπως δήλωσε αργότερα στην αστυνομία «του είχε φανεί δυστυχισμένη και πως ζούσε μέσα σε έναν αδιάκοπο φόβο». Ο γιατρός Pettit επισκέφθηκε αρκετές φορές το σπίτι των Wardlaw, και διαρκώς διαπίστωνε πως η θεραπεία που είχε συστήσει δεν είχε εφαρμοστεί. Η Ocey έμοιαζε όλο και πιο εξαντλημένη. Καθώς οι αδελφές δεν ακολουθούσαν τις οδηγίες του, μα ούτε τον πλήρωναν, σταμάτησε να πηγαίνει.

Αρκετούς μήνες αφού είχε πάψει να επισκέπτεται την Ocey, τον κάλεσαν για άλλη μια φορά. Βρήκε την κοπέλα πιο αδύναμη από ποτέ, ένα σωστό φάντασμα του εαυτού της. Είχε γεννήσει το γιο της, ένα εξίσου αδύναμο μωρό, το οποίο μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Νιου Τζέρσυ. Η Virginia είπε στον γιατρό πως όφειλε να ενημερώσει την Ocey για τον επικείμενο θάνατό της και να την προτρέψει να κάνει μια διαθήκη. Αντιθέτως, ο Pettit έφερε μια νοσοκόμα για να είναι διαρκώς στο πλευρό της Ocey. Η γυναίκα έμεινε δίπλα στην άρρωστη μόνο μια νύχτα, καθώς οι αδελφές Wardlaw την έδιωξαν. Όταν ο γιατρός τους προσκόμισε το λογαριασμό για τις υπηρεσίες του, 100 δολάρια συνολικά, εκείνες του αντιπρότειναν το ποσό των 1.000 δολαρίων, τα οποία τον διαβεβαίωσαν πως θα του κληροδοτούσε η Ocey στη διαθήκη της. Ο γιατρός αρνήθηκε και αποφάσισε να πάρει μέτρα κατά της οικογένειας, πιστεύοντας πως «η ταλαίπωρη κοπέλα ενεργούσε σχεδόν σαν υπνωτισμένη», κάτω από την κάκιστη επιρροή των συγγενών της. Αυτό που ο γιατρός αγνοούσε, ήταν η μορφίνη που λάμβανε η Ocey από τη μητέρα και τις θείες της για τους επιλόχειους πόνους, σε εντελώς ανεξέλεγκτες, καθημερινές δόσεις. Τότε ήταν που οι τρεις γυναίκες έδωσαν για υιοθεσία τη δίχρονη κόρη της Ocey, με το επιχείρημα πως η ίδια ήταν πολύ αδύναμη για να τη φροντίσει. Λίγο αργότερα της είπαν πως το παιδί είχε πεθάνει. Η μοίρα της μικρής Mary Alberta παραμένει άγνωστη μέχρι σήμερα. Όσο για τον γιατρό Pettit, όταν επισκέφτηκε το σπίτι των Wardlaw για να δει άλλη μια φορά την Ocey, το βρήκε εγκαταλελειμμένο και τις ενοίκους του εξαφανισμένες.

Virginia Wardlaw

Κι άλλος θάνατος στην οικογένεια
Η ιδιότυπη οικογένεια των Wardlaw, εμφανίζεται σε μια άλλη γειτονιά του Μπρούκλιν, τον Σεπτέμβριο του 1909, όταν η Virginia Wardlaw, ντυμένη πάντα με τα μαύρα της ρούχα και καλυμμένη με βέλο, επισκέπτεται τον Julious Caramba, νεοϋρκέζο δικηγόρο, και του ζητά να βοηθήσει μιαν ετοιμοθάνατη γυναίκα να γράψει τη διαθήκη της. Ο Caramba επισκέπτεται το σπίτι και μένει δυσάρεστα κατάπληκτος με το θέαμα που παρουσίαζε η Ocey. Η Virginia ρωτά την Ocey αν θέλει να κάνει νέα διαθήκη και η κοπέλα συγκατανεύει. Ο Caramba λέει στις τρεις μαυροφορεμένες πως το κορίτσι χρειάζεται γιατρό και τροφή για να λάβει την απάντηση πως τα οικονομικά της οικογένειας απαγορεύουν και τα δύο. Προθυμοποιείται να τους υπογράψει μιαν επιταγή και όταν οι αδελφές βγαίνουν από το δωμάτιο για να αναζητήσουν μια πένα, εκείνος μιλά στην Ocey. Εκείνη του δήλωσε πως γνωρίζει ότι πεθαίνει και τράβηξε κάτω από το μαξιλάρι της ένα έγγραφο. Ήταν η διαθήκη της, όπου καθιστούσε γενική κληρονόμο τη γιαγιά της και ζήτησε από τον Caramba να γίνει ο εκτελεστής. Όταν οι αδελφές ενημερώθηκαν, ισχυρίστηκαν πως η γιαγιά της Ocey ήταν υπέργηρη και του προσέφεραν 7.000 δολάρια για να πλαστογραφήσει τη διαθήκη προς όφελός τους. Όταν ο Caramba αρνήθηκε του δήλωσαν πως δεν επιθυμούσαν πλέον να τις εκπροσωπεί.

Ένα μήνα αργότερα, η Virginia βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, για ένα πιάνο τις δόσεις του οποίου δεν είχε πληρώσει. «Θα πρέπει ο μηνυτής να περιμένει να θάψουμε τη νεκρή μας» δήλωσε γαλήνια στον πρόεδρο της έδρας. Το πεπρωμένο της Ocey είχε προδιαγραφεί και δεν ήταν άλλο από αυτό που αντίκρισε ο γιατρός Simmons, εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου του 1909.

Οι υποψίες της αστυνομίας έπεσαν αμέσως πάνω στη Virginia. Η κατάθεση του γιατρού πως η κοπέλα ήταν ήδη νεκρή από την προηγούμενη ημέρα και η αδυναμία της Virginia να απαντήσει πειστικά στα ερωτήματα που ανέκυψαν, έκαναν τους αστυνομικούς να την οδηγήσουν στο Τμήμα για περαιτέρω ανάκριση. Πώς, αν και ζούσε στο ίδιο σπίτι όπως ισχυρίστηκε, δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό; Πώς αφού δεν βγήκε καθόλου από το σπίτι, όπως δήλωσε, δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει για μια ολόκληρη ημέρα το μπάνιο στον δεύτερο όροφο, που ήταν και το μοναδικό του σπιτιού; Γιατί, αφού το σπίτι υποτίθεται πως κατοικούταν, δεν είχε ούτε τη στοιχειώδη επίπλωση; Πώς η Ocey, ένα τόσο εξασθενημένο και αδύναμο πλάσμα, κατάφερε όχι μόνο να γράψει ένα απολύτως διαυγές και άρτιο συντακτικά σημείωμα αυτοχειρίας, αλλά και να δώσει τέλος στη ζωή της κρατώντας αρκετή ώρα το κεφάλι της κάτω από την επιφάνεια του νερού, χωρίς να το σηκώσει για να πάρει -ενστικτωδώς- αναπνοή; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα αλλά και σε άλλα, αναφορικά με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, η Virginia αρνήθηκε να απαντήσει, επιμένοντας στην αφελή ιστορία της και κρατώντας το στόμα της κλειστό, σχετικά με οτιδήποτε άλλο.


Η έρευνα
Οι υποψίες για το θάνατο της Ocey, από την αρχή, έπεσαν στα μέλη της οικογένειάς της και, συγκεκριμένα, τη μητέρα και τις δύο θείες της. Κατά την ενδελεχή έρευνα που διεξήχθη στο, σχεδόν, άδειο σπίτι των Wardlaw, ανακαλύφθηκαν πολλά ασφαλιστικά συμβόλαια στο όνομα της Ocey, σε διαφορετικές ασφαλιστικές εταιρίες. Δικαιούχοι της αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου της, ήταν οι τρεις αδελφές. Ίσως, όμως, περισσότερο ενοχοποιητικά να ήταν τα στοιχεία που δεν βρέθηκαν. Σε ολόκληρο το σπίτι δεν υπήρχε ίχνος χαρτιού, μολυβιού ή γραφικής ύλης οποιουδήποτε είδους, γεγονός που από μόνο του ήγειρε σοβαρές αναρωτήσεις για το πώς η Ocey έγραψε το σημείωμα της αυτοχειρίας της. Συνεχίζοντας, οι αστυνομικοί ανακάλυψαν κάποια συνταγή του Dr Pettit στο Μπρούκλιν και από αυτόν έμαθαν αρκετά.

Στο μεταξύ, ο θάνατος της Ocey αποδόθηκε σε πνιγμό, με τη λιμοκτονία επικουρούσα αιτία. Ιατροδικαστής που ήρθε στο Ήστ Όραντζ ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, πραγματοποίησε νεκροψία στο πτώμα της άτυχης κοπέλας, κατέληξε πως ακόμα και αν δεν είχε πνιγεί, η νέα ήταν πολύ κοντά στο θάνατο από λιμοκτονία. Ειδικός γραφολόγος που εξέτασε το σημείωμα, αποφάνθηκε πως είχε γραφεί με ένα είδος μελάνης και είχε υπογραφεί με ένα άλλο.

Με δεδομένο το οικονομικό όφελος που θα αποκόμιζαν οι αδελφές από το θάνατο της Ocey, την εγκατάλειψη της κοπέλας να πεθάνει από πείνα και την έλλειψη οποιουδήποτε μέσου για να γραφεί το σημείωμα, ο Wilbur Mott, εισαγγελέας της περιοχής, κατέληξε πως αντιμετώπιζε μια δολοφονία. Εξέδωσε ένταλμα για τη σύλληψη της Virginia Wardlaw και την κράτησή της ως βασικής υπόπτου.

Ο τύπος της εποχής έδωσε μεγάλη δημοσιότητα στη σύλληψη αυτή και οι δημοσιογράφοι περίμεναν με τις ώρες έξω από το αστυνομικό τμήμα, προκειμένου να αποσπάσουν κάποια κουβέντα από τη Virginia ή –έστω- μια φωτογραφία της. Όλο αυτό το διάστημα παρέμεινε σιωπηλή και αρνήθηκε να σηκώσει το βέλο της.

Η σύλληψη της Virginia

Η αστυνομία δεν σταμάτησε τις έρευνες και ανακρίνοντας τους γείτονες έμαθε για τις περίεργες συνήθεις των αδελφών Wardlaw και άρχισε να αναζητά τις εξαφανισμένες Mary και Caroline. Δεκάδες ασφαλιστικά συμβόλαια, για ήδη νεκρά μέλη της οικογένειας, που βρέθηκαν σε όλα τα σπίτια που είχαν κατοικήσει οι αδελφές, έκανε τους αστυνομικούς να συνειδητοποιήσουν με φρίκη το γεγονός ότι οι αδελφές Wardlaw αποδεκάτιζαν τους συζύγους και τα παιδιά τους για να επωφελούνται των ασφαλιστικών τους συμβολαίων. Ψάχνοντας το γενεαλογικό τους δέντρο, διαπίστωσαν πως επρόκειτο για απογόνους μιας από τις πιο παλιές οικογένειες του Νότου, που είχε αναδείξει δικαστές, πολιτικούς, κληρικούς, ιατρούς χειρουργούς, προέδρους κολλεγίων και, γενικά, ήταν μια από τις πλέον επιφανείς προπολεμικά.

Η αστυνομία της Νέας Υόρκης και του Νιού Τζέρσυ, κατάφερε να εντοπίσει την Mary Snead, η οποία βρισκόταν στο σπίτι της υπερήλικης μητέρας της, στη Νέα Υόρκη. Η Mary ήταν ντυμένη με τα ίδια μαύρα ρούχα και το πυκνό βέλο, όπως και η Virginia. Επιβεβαίωσε τα λεγόμενα της αδελφής της και πρόσθεσε μερικές λεπτομέρειες. Είπε πως η Ocey ήταν ταυτόχρονα ανηψιά και νύφη της, καθώς είχε παντρευτεί το γιο της Fletcher. Δήλωσε πως δεν είχαν, στο παραμικρό, κακομεταχειριστεί την Ocey, και αν την άφησαν ποτέ χωρίς φαγητό, αυτό έγινε λόγω έλλειψης χρημάτων. Ισχυρίστηκε πως δεν ήθελαν να ζητήσουν βοήθεια από φίλους και γείτονες για να μην ντροπιάσουν το καλό όνομα της οικογένειας και γιατί δεν τους το επέτρεπε η περίφημη «νότια περηφάνεια» τους, με αποτέλεσμα να προτιμήσουν το θάνατο από την ατίμωση. Η Μαίρη αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία που θα οδηγούσε στον εντοπισμό της τρίτης αδελφής, και μητέρας της Ocey, Caroline. Επίσης αρνήθηκε να εγκαταλείψει το διαμέρισμα της μητέρας της. Καθώς οι αστυνομικοί δεν είχαν ένταλμα σύλληψης στο όνομά της, αναγκάστηκαν να φύγουν, αφήνοντάς την στην εποπτεία του αστυνομικού τμήματος της Νέας Υόρκης.

Ocey Snead

Στις 7 Δεκεμβρίου η Ocey οδηγήθηκε να αναπαυθεί στην τελευταία της κατοικία, το κοιμητήριο Μάουντ Χόουπ της Νέας Υόρκης. Στην κηδεία της ήταν παρούσα μόνο η Mary, καθώς οι αρχές αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημα της Virginia να παραστεί στην κηδεία της ανηψιάς της. Η μητέρα της Ocey ήταν, επίσης, απούσα.

Με τη μία αδελφή στη φυλακή και την άλλη να παρακολουθείται στενά από την τοπική αστυνομία, οι ντετέκτιβς του Ηστ Όραντζ συνέχιζαν τις έρευνες για τον εντοπισμό της τρίτης, της Caroline Martin. Οι έρευνες έφεραν στο φως και άλλες πληροφορίες σχετικά με τις αδελφές. Και οι τρεις είχαν εργασθεί στην εκπαίδευση και, μάλιστα, είχαν συνυπηρετήσει. Έγιναν γνωστές οι περίεργες συμπεριφορές τους, που οδήγησαν στις απολύσεις τους και στην οικονομική καταστροφή των σχολείων όπου είχαν διδάξει.

Στις 14 Δεκεμβρίου του 1909, η αστυνομία της Νέας Υόρκης δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον διευθυντή του Ξενοδοχείου Μπάγιαρντ, που ήθελε να αναφέρει τις περίεργες ενέργειες μια ενοίκου, η οποία είχε καταλύσει εκεί την προηγούμενη ημέρα. Την περιέγραψε ως μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα και με ένα πυκνό βέλο μπροστά στο πρόσωπό της, με κινήσεις που κάποιος θα τις χαρακτήριζε εύκολα ύποπτες. Οι αστυνομικοί ήταν σίγουροι πως είχαν εντοπίσει την τρίτη από τις «κυρίες με τα μαύρα» και έσπευσαν στο ξενοδοχείο.

Μαζί τους, όμως, έσπευσαν και οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι παρακολουθούσαν στενά την υπόθεση από την αρχή της. Η Caroline αρνήθηκε να ανοίξει την πόρτα στους αστυνομικούς οι οποίοι δεν μπόρεσαν να την αναγκάσουν, καθώς δεν είχαν ένταλμα. Σε συνεννόηση με τον ξενοδόχο και προκειμένου να αποφύγουν επέμβαση των δημοσιογράφων, της άλλαξαν δωμάτιο, γεγονός στο οποίο συγκατατέθηκε η Caroline, καθώς επεδίωκε να κρατήσει την παρουσία της κρυφή από τον τύπο, και ενημέρωσαν τους ανήσυχους ρεπόρτερς πως «η κυρία Martin είχε αναχωρήσει από το ξενοδοχείο». Αρκετοί δεν πείστηκαν και συνέχισαν την πολιορκία τους. Ένας από αυτούς, κατάφερε να μπει στο προηγούμενο δωμάτιο της Caroline και να το ψάξει εξονυχιστικά. Ανακάλυψε ένα κουτί, το οποίο η ιδιοκτήτριά του είχα απρόσεκτα λησμονήσει, μέσα στο οποίο βρέθηκαν τρία σημειώματα αυτοχειρίας, ίδια με εκείνο που είχε αφήσει η Ocey, με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Τα παρέδωσε στους αστυνομικούς, οι οποίοι εφοδιάστηκαν αμέσως με ένταλμα για τη σύλληψη της μητέρας της Ocey.

Η Caroline Martin οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης και περίμενε την έκδοσή της στο Νιου Τζέρσυ. Όταν ρωτήθηκε, έδωσε τις ίδιες απαντήσεις με τις αδελφές της. Η Ocey, είπε, «είχε ταλαιπωρηθεί από τη συνεχιζόμενη αδυναμία της και δεν άντεχε άλλο. Συχνά μας απειλούσε πως θα αυτοκτονούσε και τα τρία ενοχοποιητικά σημειώματα που βρήκε ο δημοσιογράφος δεν ήταν τίποτε άλλο από δοκιμές του τελικού σημειώματος που άφησε και που είχα κατασχέσει σε μια προσπάθεια να την αποτρέψει από αυτές τις σκέψεις». Δήλωσε με ύφος στους αστυνομικούς πως «οι καλλιεργημένοι και μορφωμένοι άνθρωποι, συνηθίζουν να αφήνουν σημειώματα πριν την αυτοχειρία τους, σε αντίθεση με τους αγράμματους και άξεστους και βρίσκω απόλυτα φυσιολογικό το γεγονός ότι έκανε δοκιμές, προκειμένου να αφήσει ένα άψογο σημείωμα». Η αστυνομία, από μεριάς της, έβρισκε το ίδιο γεγονός εντελώς αφύσικο.

Από την αλληλογραφία των αδελφών που κατασχέθηκε, καθώς και από μαρτυρίες πρώην φίλων της οικογένειας και γειτόνων, οι αστυνομικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η Caroline Martin ήταν η δύναμη που καθοδηγούσε ολόκληρη την οικογένεια, Επίσης ήταν σίγουροι για την ανάμιξη της Mary Snead στο θάνατο της Ocey, έτσι –δυο μέρες μετά τη σύλληψη της Caroline – εξέδωσαν ένταλμα σύλληψης και για εκείνη και γρήγορα έσμιξε με την αδελφή της στο κελί στη Νέα Υόρκη. Κάνοντας έρευνα στο διαμέρισμα της Mary, ανακάλυψαν στο υπόγειο και άλλα σημειώματα αυτοχειρίας της Ocey, πάνω από εκατό, τα οποία κάλυπταν όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους θανάτου!

Συμπτωματικά, την ίδια μέρα, ο υποτιθέμενος νεκρός γιος της Mary και σύζυγος της Ocey, Fletcher Snead, ανακαλύφθηκε από δημοσιογράφους με εξαιρετική υγεία! Εργαζόταν στον Καναδά και, αρχικά, αρνήθηκε την ταυτότητά του αλλά μερικές μέρες αργότερα ενέδωσε στις πιέσεις και παραχώρησε μια συνέντευξη. Εκεί ισχυρίστηκε πως έφυγε από την Αμερική προκειμένου να αποφύγει να καταθέσει εναντίον ενός παιδικού του φίλου, ο οποίος ήταν κατηγορούμενος για κάποιο οικονομικό αδίκημα. «Είχε να κάνει με τη νότια περηφάνεια», δήλωσε. Η μητέρα του και οι θείες του διέδωσαν πως είχε πεθάνει για να τον προστατέψουν, καθώς ήταν θέμα τιμής. Επέμεινε πως είχε αγαπήσει την Ocey με όλη του την καρδιά και πως ήταν σίγουρος ότι η οικογένεια δεν είχε ανάμιξη στο θάνατό της. Την αγαπούσαν εξίσου με εκείνον. Ο Fletcher αρνήθηκε να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη και οι αρχές δεν μπορούσαν να τον αναγκάσουν. Επιπλέον δεν ξαναμίλησε για την υπόθεση.

Στις 22 Δεκεμβρίου του 1909, το Ανώτατο Δικαστήριο παρέπεμψε τις τρεις «Κυρίες με τα Μαύρα» για φόνο καθώς και για βοήθεια, συνέργεια και καθοδήγηση της Ocey Snead σε αυτοκτονία. Έτσι διατυπωμένη η κατηγορία, επέτρεπε στον δημόσιο κατήγορο, Wilbur Mott, να δικάσει οποιαδήποτε από τις τρεις αδελφές ως δολοφόνο και τις άλλες ως συνεργούς, ή και τις τρεις ως δολοφόνους, εάν είχαν διευκολύνει την Ocey στην αυτοκτονία της. Η Caroline και η Mary μεταφέρθηκαν στη φυλακή του Έσσεξ, όπου ήδη βρισκόταν η Virginia, και επετράπη στις τρεις αδελφές μια σύντομη συνάντηση, πριν τις οδηγήσουν σε ξεχωριστά κελιά.

Στις 29 Ιανουαρίου του 1910, οι τρεις αδελφές έκαναν την πρώτη κοινή τους εμφάνιση σε αίθουσα δικαστηρίου. Καθώς ήταν όλες ντυμένες στα μαύρα, με τα βέλα κατεβασμένα, ήταν αδύνατον για τον οποιοδήποτε να τις ξεχωρίσει. Άκουσαν το κατηγορητήριο και δήλωσαν την αθωότητά τους. Η δίκη των αδελφών Wardlaw ορίστηκε για την 11η Απριλίου 1910.

Η δίκη
Είναι αλήθεια πως τα πράγματα είχαν προχωρήσει αρκετά γρήγορα, για μια τέτοια υπόθεση, χωρίς να χρονοτριβήσουν στα γρανάζια της δικαιοσύνης, όπως γινόταν συνήθως. Όμως, διάφοροι αστάθμητοι παράγοντες δημιούργησαν καθυστερήσεις. Στις αρχές του Απριλίου, η Virginia Wardlaw ασθένησε και η δίκη πήρε αναβολή. Το Μάιο, ο ντετέκτιβ William O’Neal, ένας από τους βασικούς μάρτυρες κατηγορίας, προσβλήθηκε από οστρακιά και νέα αναβολή ήταν αναγκαία. Τον Ιούνιο, η Martha Elisa Wardlaw, μητέρα των τριών αδελφών και ο David Snead, γιος της Ocey, πέθαναν αμφότεροι, επιμηκύνοντας ακόμη περισσότερο το χρόνο έναρξης της δίκης. Επιπλέον ο δημόσιος κατήγορος έπαθε αποπληξία κατά τις θερινές του διακοπές και η Virginia ασθένησε εκ νέου, αυτή τη φορά μάλλον σοβαρά.
William O’Neal

Καθώς η Virginia εξασθενούσε ραγδαία, οι αρχές της φυλακής υποπτεύθηκαν ότι ήταν πιθανόν να αυτοκτονούσε λιμοκτονώντας. Οι δεσμοφύλακες την παρακολούθησαν διακριτικά και αντιλήφθηκαν πως μοίραζε το φαγητό της στις άλλες κρατούμενες, το πετούσε όταν δεν την έβλεπαν ή, απλά, το τάιζε στα ποντίκια της φυλακής.
Η φυλακή, όπως σώζεται μέχρι σήμερα

Το αναρρωτήριο, όπως σώζεται μέχρι σήμερα

Την μετέφεραν στο αναρρωτήριο, όπου την τάιζαν δια της βίας, αλλά ήταν ήδη αργά. Η νεώτερη αδελφή της οικογένειας, παντρεμένη μακριά, Bessy Sprinde και ο μικρός τους αδελφός Αιδεσιμότατος Albert Wardlaw, επισκέφτηκαν την, εντελώς εξασθενημένη, Virginia στη φυλακή, στις 11 Αυγούστου του 1910. Στην Caroline και τη Mary δεν δόθηκε άδεια να δουν την ετοιμοθάνατη αδελφή τους. Το ίδιο απόγευμα η Virginia κατέληξε.

Bessy Sprinde

Ο θάνατος της Virginia Wardlaw καθιστούσε μια ήδη δύσκολη υπόθεση ακόμα πιο δυσμενή. Το μόνο πρόσωπο που είχε ομολογήσει πως βρισκόταν στο σπίτι την ώρα του θανάτου της Ocey Snead, ήταν νεκρό και υπήρξαν διαδόσεις πως η κατηγορούσα αρχή θα απέσυρε τις κατηγορίες από τις δύο εναπομείνασες αδελφές. Αντιθέτως, καμία τέτοια πρόθεση δεν υπήρχε και ορίστηκε νέα δικάσιμος για τις αρχές του Σεπτέμβρη. Είναι απίστευτο, αλλά ένας από τους δικηγόρους υπεράσπισης αρρώστησε βαριά, με αποτέλεσμα να πάρει νέα αναβολή η δίκη.

Αιδεσιμώτατος Albert Wardlaw

Στις 24 Σεπτεμβρίου, ημέρα των 65ων γενεθλίων της Caroline Martin, η υπόθεση παίρνει μια νέα τροπή. Ένας δικηγόρος που έχει προσληφθεί από τα αδέλφια των Wardlaw, Bessy και Albert, ξεκινά τις διαδικασίες για να κηρυχθεί η Caroline νομικά παράφρων. Το δικαστήριο διέταξε την εξέτασή της από τρεις ψυχιάτρους και όρισε ημερομηνία ακροαματικής διαδικασίας για τον Νοέμβριο. Στις 2 Νοεμβρίου η Caroline εμφανίστηκε στο δικαστήριο και ο δικηγόρος της άρχισε την επιχειρηματολογία του. Ημέρα με την ημέρα, δεκάδες μάρτυρες κατέθεσαν για την πνευματική αστάθεια της κατηγορουμένης. Μίλησαν για τις περίεργες συνήθειές της να μαζεύει άσχετα αποκόμματα εφημερίδων, τη σχεδόν παθολογική εμμονή της με τα χρήματα, τη συσσώρευση παλιών, κατεστραμμένων ρούχων σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού, την κακή της προσωπική υγιεινή και –κυρίως- τον αφύσικη επιρροή που ασκούσε στις αδελφές της και που οδήγησε στην καταστροφή της ζωής τους.
Το δικαστήριο, όπως είναι σήμερα

Από μεριάς της, η Caroline συμφωνούσε με την κατηγορούσα αρχή: είχε απολύτως «σώας τας φρένας». Σε σχετική αναφορά του προέδρου της έδρας, ένας από τους ψυχιάτρους δήλωσε πως αυτό ήταν μια συνήθης ψευδαίσθηση των πνευματικά διαταραγμένων ατόμων. Ο δικαστής δεν πείστηκε και στις 9 Δεκεμβρίου ανακοίνωσε την απόφασή του: η κ. Martin, αν και ήταν συναισθηματικά ασταθής, ήταν απολύτως λογική και μπορούσε να παραπεμφθεί σε δίκη. Η Caroline είχε κερδίσει: αυτή και η αδελφή της θα δικάζονταν για φόνο.

Η πολυαναμενόμενη δίκη άρχισε στις 9 Ιανουαρίου του 1911, 404 ημέρες μετά το θάνατο της Ocey Snead, και τελείωσε την ίδια μέρα. Μέσω του δικηγόρου της η Caroline έκανε συμφωνία με το δημόσιο κατήγορο και δήλωσε ένοχος ανθρωποκτονίας εξ αμελείας. Η μέγιστη ποινή που θα μπορούσε να της επιβάλει το δικαστήριο ήταν η δεκαετής φυλάκιση, με δεδομένη όμως την ασταθή πνευματική της κατάσταση θα μπορούσε να επιτύχει έναν εγκλεισμό σε κρατικό ψυχιατρικό ίδρυμα ή, ακόμα, και την απελευθέρωσή της και ανάθεση της φροντίδας της στην οικογένειά της. Ο δικαστής ανέτρεψε τις προβλέψεις και την καταδίκασε σε επταετή φυλάκιση στις κρατικές φυλακές του Νιου Τζέρσυ.

Στις 8 Φεβρουαρίου η Caroline αποχαιρέτησε με δάκρυα την αδελφή της Mary και οδηγήθηκε στις φυλακές. Την επόμενη μέρα η Mary Snead εμφανίστηκε στο δικαστήριο και, καθώς η αδελφή της είχε δηλώσει ένοχη ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, αφέθηκε ελεύθερη καθώς, σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορούσε να είναι συνεργός σε ανθρωποκτονία εξ αμελείας.

Επίλογος
Η Caroline Martin δεν έπαψε ποτέ να ελπίζει πως κάτι θα συνέβαινε και θα ήταν και πάλι ελεύθερη. Προσελάμβανε τον έναν δικηγόρο μετά τον άλλον, για να κάνουν εφέσεις και να επανεξετάσουν την υπόθεσή της, χωρίς αποτέλεσμα. Καθώς οι μέρες γίνονταν εβδομάδες και οι εβδομάδες μήνες, έχανε το κουράγιο και τις ελπίδες της. Περνούσε από περιόδους κατάθλιψης σε φάσεις υστερίας, μέχρι που –τελικά- μεταφέρθηκε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο του Νιου Τζέρσυ.

Η Mary Snead μετοίκισε στο Κολοράντο, κοντά στον τρίτο της γιο, και τελείωσε εκεί τη ζωή της, προσπαθώντας να ξεχάσει το σκοτάδι και τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Το σπίτι όπου η Ocey Snead έχασε τη ζωή της από την ίδια της την οικογένεια, στέκεi μέχρι σήμερα, βουβό μνημείο της «νότιας περηφάνειας» ή του ενδοοικογενειακού εγκλήματος. Ό,τι επιλέξει ο καθένας…


eglima.wordpress.com



"

ΑΝ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΑΤΑ LIKE